βάζω,
ρ. [<αρχ.
βιβάζω], βάζω. 1. φορώ: «βάζω το κοστούμι μου». (Λαϊκό τραγούδι: ξυπνώ
και βλέπω σίδερα στη γη στερεωμένα, τα παιδάκια τα καημένα, τα μελιτζανιά να
μην τα βάλεις πια). 2α. καταθέτω, αποταμιεύω: «κάθε μήνα βάζω
αρκετά λεφτά στην τράπεζα». β. επενδύω: «έβαλε τα λεφτά του σε μια
εταιρία που είναι εισηγμένη στο χρηματιστήριο». 3. προτρέπω, παρακινώ, αναγκάζω
κάποιον ιδίως σε κάτι κακό ή κολάσιμο: «τον βάλανε να πει ψέματα || τον βάλανε
να κλέψει». 4. θέτω υποψηφιότητα: «σκέφτεται να βάλει για πρόεδρος του
σωματείου μας || στις νέες εκλογές θα βάλει για βουλευτής». 5. θεωρώ:
«έχει παιδί που τέλειωσε μόνο το δημοτικό, αλλά το βάζει για πολύ σπουδαγμένο».
6. συγκρίνω: «έχει ένα αυτοκινητάκι και το βάζει με το δικό μου που
είναι κοτζάμ Μερσεντές». 7. δίνω όνομα σε αβάφτιστο παιδί, με το
μυστήριο της βάφτισης δίνω σε ένα παιδί κάποιο όνομα: «την Κυριακή βαφτίζω το
γιο μου. -Τι όνομα θα του βάλεις;». Συνών. δίνω (8). 8. (στη
γλώσσα του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ) πετυχαίνω: «βάζω γκολ || βάζω καλάθι ||
πόσα γκολ βάλαμε; || πόσα καλάθια βάλαμε;». 9α. βάλε, υπόθεσε, σκέψου:
«βάλε τι φασαρία θα γίνει αν, τώρα που είναι με τον γκόμενό της, έρθει ξαφνικά
ο αδερφός της!». β. λέγεται προστακτικά ή διευκρινιστικά για παραγγελία,
ιδίως σε εστιατόριο, ουζερί, ταβέρνα ή για αγορά από κάποιο κατάστημα ή για
λογαριασμό) συμπερίλαβε, πρόσθεσε: «μαζί μ’ αυτά που σου παραγγείλαμε, βάλε και
μια πατάτες τηγανητές || μαζί με το κουστούμι βάλε κι αυτό το πουκάμισο || στο
λογαριασμό βάλε και τη σοκολάτα που έφαγε ο γιος μου»· βλ. και λ. βάνω.
(Ακολουθούν 675 φρ.)·
- αβράκωτος
έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- άλλαξε
ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, βλ. λ. ρούχο·
- αν
δε βάλεις την κατσαρόλα στη φωτιά, δε βράζει, βλ. λ. κατσαρόλα·
- αυτά
που κρατάς, θα στα βάλω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν.
λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά
που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτά
που κρατάς, να τα βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως ενν.
λεφτά), βλ. λ. ξέρω·
- αυτά
που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- αυτό
πάλι πού το βάζεις; βλ. λ. αυτός·
- αυτό
που κρατάς, να το βάλεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), ξέρω·
- αυτό
που κρατάς, να το βάλεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
- βάζει
βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- βάζει
δάχτυλο (ενν. στον κώλο του), βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζει
και την πορδή του δύναμη, βλ. λ. πορδή·
- βάζει
κι κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. συνηθέστ. βάζει κι
η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες·
- βάζει
κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, βλ. λ. μυλωνάς·
- βάζει
κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει
κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- βάζει
μούρη, βλ. λ. μούρη·
- βάζει
μουσούδα ή βάζει μουσούδι, βλ. λ. μουσούδα·
- βάζει
παντού τη μύτη του ή βάζει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- βάζει
παντού την ουρά του ή βάζει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- βάζει
παρωπίδες, βλ. λ. παρωπίδα·
- βάζει
στη διαπασών, βλ. λ. διαπασών·
- βάζει
τη βάρκα στο λιμάνι, βλ. λ. βάρκα·
- βάζει
τη χούφτα κάτω απ’ τη βρύση, βλ. λ. χούφτα·
- βάζει
το κάρο πριν απ’ τ’ άλογο, βλ. λ. κάρο·
- βάζει
τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζεις
στοίχημα; βλ. λ. στοίχημα·
- βάζουμε
στη μέση (κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. μέση·
- βάζουμε
στο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
-
βάζουμε στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- βάζω
αίμα, βλ. λ. αίμα·
- βάζω
αλάτι, βλ. λ. αλάτι·
- βάζω
αλατοπίπερο, βλ. λ. αλατοπίπερο·
- βάζω
αμανάτι, βλ. λ. αμανάτι·
- βάζω
ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
-
βάζω απουσία (σε κάποιον), βλ. λ. απουσία·
- βάζω
αφτί, βλ. λ. αφτί·
- βάζω
βαθιά το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω βαθιά το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω
βαθμό (για καθηγητές ή κριτές), βλ. λ. βαθμός·
- βάζω
βάση, βλ. λ. βάση·
- βάζω
βέρα ή βάζω βέρες ή βάζω τις βέρες, βλ. λ. βέρα·
- βάζω
βούλα, βλ. λ. βούλα·
- βάζω
βούλα και παύλα, βλ. λ. βούλα·
- βάζω
βύσμα, βλ. λ. βύσμα·
- βάζω
για δόλωμα ή βάζω δόλωμα, βλ. λ. δόλωμα·
- βάζω
γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- βάζω
γκέμι ή βάζω γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- βάζω
γκόλ, βλ. λ. γκόλ·
- βάζω
γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- βάζω
γνώση, βλ. λ. γνώση·
- βάζω
γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω
γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- βάζω
δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω
διαβάλματα, βλ. λ. διαβάλματα·
- βάζω
δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- βάζω
δόντι, βλ. λ. δόντι·
- βάζω
έγνοια, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω
έγνοιες στο κεφάλι μου, βλ. λ. έγνοια·
- βάζω
εμπόδια (σε κάποιον), βλ. λ. εμπόδιο·
- βάζω
ένα ζήτημα στο τραπέζι, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω
ένα θέμα στο τραπέζι, βλ. λ. θέμα·
- βάζω
ένα όριο, βλ. λ. όριο·
- βάζω
ένα χέρι(χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω
έναν μπούσουλα, βλ. λ. μπούσουλας·
- βάζω
ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- βάζω
ζιζάνια, βλ. λ. ζιζάνιο·
- βάζω
ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- βάζω
ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- βάζω
θέμα, βλ. λ. θέμα·
- βάζω
θεμέλια ή βάζω τα θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- βάζω
θηλιά στο λαιμό μου ή βάζω τη θηλιά στο λαιμό μου, βλ. λ. θηλιά·
- βάζω
θλιβερή μουτσούνα, βλ. λ. μουτσούνα·
- βάζω
καζίκι, βλ. λ. καζίκι·
- βάζω
καζούρα, βλ. λ. καζούρα·
- βάζω
καημό, βλ. λ. καημός·
- βάζω
καλάθι, (για μπάσκετ), βλ. λ. καλάθι·
- βάζω
κάλπη, βλ. λ. κάλπη·
- βάζω
καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- βάζω
καπίστρι, βλ. λ. καπίστρι·
- βάζω
κάποια αράδα ή βάζω σε κάποια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω
κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω
κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά ή βάζω σε κάποια σειρά και
τάξη, βλ. λ. σειρά·
- βάζω
κι εγώ ένα λιθαράκι ή βάζω κι εγώ το λιθαράκι μου, βλ. λ. λιθαράκι·
- βάζω
κι εγώ ένα λιθάρι ή βάζω κι εγώ το λιθάρι μου, βλ. λ. λιθάρι·
- βάζω
κι εγώ ένα χέρι (χεράκι) ή βάζω κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω
σε κάποια τάξη ή βάζω σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη·
- βάζω
σε κάποια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη
- βάζω
κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- βάζω
κάτι απάνω μου, βλ. λ. απάνω·
- βάζω
κάτι στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
κάτι στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω
κάτι στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- βάζω
κάτω, βλ. λ. κάτω·
- βάζω
κάτω την γκλάβα ή βάζω κάτω την γκλάβα μου, βλ. λ. γκλάβα·
- βάζω
κάτω την κεφάλα ή βάζω κάτω την κεφάλα μου, βλ. λ. κεφάλα·
- βάζω
κάτω το κεφάλι ή βάζω κάτω το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
κι εγώ το χέρι μου (το χεράκι μου), βλ. λ. χέρι·
- βάζω
κιλά, βλ. λ. κιλό·
- βάζω
κλειδί, βλ. λ. κλειδί·
- βάζω
κολαούζο, βλ. λ. κολαούζος·
- βάζω
κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- βάζω
κουλούρι (κουλούρα, κουλουράκι), βλ. λ. κουλούρι·
- βάζω
κρέπι, βλ. λ. κρέπι·
- βάζω
κώλο, βλ. λ. κώλος·
- βάζω
λάδι στη φωτιά, βλ. λ. λάδι·
- βάζω
λέβα, βλ. λ. λέβα·
- βάζω
λόγια, βλ. λ. λόγος·
- βάζω
λόγια στο στόμα του, βλ. λ. λόγος·
- βάζω
λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- βάζω
μάρκα, βλ. λ. μάρκα·
- βάζω
Μάρτη, βλ. λ. Μάρτης·
- βάζω
ματάκι, βλ. λ. ματάκι·
- βάζω
μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βάζω
με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
με το μυαλό μου ό,τι λάχει, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
με το μυαλό μου ό,τι να ’ναι, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω
με το νου μου ό,τι λάχει, βλ. λ. νους·
- βάζω
με το νου μου ό,τι να ’ναι, βλ. λ. νους·
- βάζω
με τρόπο, βλ. λ. τρόπο·
- βάζω
μέσα, βλ. λ. μέσα·
- βάζω
μέσο, βλ. λ. μέσο·
- βάζω
μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω
μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- βάζω
μια δαχτυλήθρα, βλ. λ. δαχτυλήθρα·
- βάζω
μια πρόταση στο τραπέζι, βλ. λ. πρόταση·
- βάζω
μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- βάζω
μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- βάζω
μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βάζω
μίνες, βλ. λ. μίνες·
- βάζω
μπάρα, βλ. λ. μπάρα2·
- βάζω
μπελά στο κεφάλι μου, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω
μπουγάδα, βλ. λ. μπουγάδα·
- βάζω
μπουρλότο, βλ. λ. μπουρλότο·
- βάζω
μπρίκι στη φωτιά (ενν. για να ψήσω καφέ), βλ. λ. φωτιά·
- βάζω
μπρος, βλ. λ. μπρος·
- βάζω
μπρος τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω
μπρος τη μηχανή μου ή βάζω μπρος τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω
μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- βάζω
μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- βάζω
μπροστά τη μηχανή, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω
μπροστά τη μηχανή μου ή βάζω μπροστά τις μηχανές μου, βλ. λ. μηχανή·
- βάζω
μυαλά ή βάζω μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
νερό στο κρασί μου, βλ. λ. κρασί·
- βάζω
νιονιό, βλ. λ. νιονιό·
- βάζω
νου, βλ. λ. νους·
- βάζω
νταλκά, βλ. λ. νταλκάς·
- βάζω
νυστέρι (σε κάτι), βλ. λ. νυστέρι·
- βάζω
όλα τα δυνατά μου ή βάζω όλα μου τα δυνατά, βλ. λ. δυνατός·
- βάζω
όλες τις δυνάμεις μου ή βάζω όλες μου τις δυνάμεις, βλ. λ. δύναμη·
- βάζω
όρκο, βλ. λ. όρκος·
- βάζω
όρους ή βάζω τους όρους μου, βλ. λ. όρος·
- βάζω
οχτάρι, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. λ. οχτάρι·
-
βάζω πάλι την κασέτα, βλ. λ. κασέτα·
- βάζω
πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, βλ. λ. ομάδα·
- βάζω
πανί, βλ. λ. πανί·
- βάζω
πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- βάζω
πιλάλα ή βάζω μια πιλάλα, βλ. λ. πιλάλα·
- βάζω
πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- βάζω
πλερέζες, βλ. λ. πλερέζα·
- βάζω
πλύση, βλ. λ. πλύση·
- βάζω
πλώρη, βλ. λ. πλώρη·
- βάζω
πόδι, βλ. λ. πόδι·
- βάζω
πολλά με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
πολλά με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω
πρόγραμμα ή βάζω σε πρόγραμμα ή βάζω σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω
σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω
ράσο ή βάζω ράσα ή βάζω το ράσο ή βάζω τα ράσα, βλ. λ.ράσο·
- βάζω
ρέγουλα, βλ. λ. ρέγουλα·
- βάζω
ρότα, βλ. λ. ρότα·
- βάζω
σ’ ενέργεια, βλ. λ. ενέργεια·
- βάζω
σ’ ένα πρόγραμμα ή βάζω σε κάποιο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω
σ’ έναν λογαριασμό ή βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή βάζω σε
λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω
σάλτσα ή βάζω σάλτσες, βλ. λ. σάλτσα·
- βάζω
σανό, βλ. λ. σανός·
- βάζω
σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω
σε δουλειά ή βάζω σε δουλειές (κάποιον), βλ. λ. δουλειά·
- βάζω
σε ίδια μοίρα ή βάζω σε ίση μοίρα (κάποιον ή κάτι με κάποιον άλλον ή
άλλο), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω
σε κίνδυνο (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. κίνδυνος·
- βάζω
σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- βάζω
σε μπελά ή βάζω σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- βάζω
σε πειρασμό (κάποιον), βλ. λ. πειρασμός·
- βάζω
σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω
σε ρέγουλα (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. ρέγουλα·
-
βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. τάξη·
- βάζω
σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- βάζω
σημάδι ή βάζω σημάδια, βλ. λ. σημάδι·
- βάζω
σημάδι ή βάζω στο σημάδι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. σημάδι·
- βάζω
σιγαστήρα, βλ. λ. σιγαστήρας·
- βάζω
σίδερο, βλ. λ. σίδερο·
- βάζω
σιλανσιέ, βλ. λ. σιλανσιέ·
- βάζω
σκοπό να…, βλ. λ. σκοπός·
- βάζω
σουρτίνα, βλ. λ. σουρτίνα·
- βάζω
σπιουνιές, βλ. λ. σπιουνιά·
- βάζω
στα αίματα, βλ. λ. αίμα·
- βάζω
στα υπόψη ή βάζω στα υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- βάζω
στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- βάζω
στη γραμμή (κάποιους ή κάτι), γραμμή·
- βάζω
στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- βάζω
στη θέση μου, βλ. λ. θέση·
- βάζω
στη λοταρία, βλ. λ. λοταρία·
- βάζω
στη ναφθαλίνη, βλ. λ. ναφθαλίνη·
- βάζω
στη σειρά (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. σειρά·
- βάζω
στη στενή, βλ. λ. στενή·
- βάζω
στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- βάζω
στη χοντρική πώληση, βλ. λ. πώληση·
- βάζω
στην αγορά, βλ. λ. αγορά·
- βάζω
στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- βάζω
στην απομέσα, βλ. λ. απομέσα·
- βάζω
στην αράδα (κάποιους ή κάτι), βλ. λ. αράδα·
- βάζω
στην κυκλοφορία, βλ. λ. κυκλοφορία·
- βάζω
στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- βάζω
στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- βάζω
στην ποδιά μου, βλ. λ. ποδιά·
- βάζω
στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- βάζω
στο αρχείο, βλ. λ. αρχείο·
- βάζω
στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- βάζω
στο κρεβάτι, βλ. λ. κρεβάτι·
- βάζω
στο λαχνό, βλ. λ. λαχνός·
- βάζω
στο λότο, βλ. λ. λότος·
- βάζω
στο λογαριασμό (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. λογαριασμός·
- βάζω
στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- βάζω
στο μυαλό μου (κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
στο νου μου (κάτι), βλ. λ. νους·
- βάζω
στο παιχνίδι (κάποιον), βλ. λ. παιχνίδι·
- βάζω
στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- βάζω
στο ράφι, βλ. λ. ράφι·
- βάζω
στο στόμα μου (κάποιον), βλ. λ. στόμα·
- βάζω
στο στόμα μου κάτι, βλ. λ. στόμα·
- βάζω
στο στόχαστρο (κάτι), βλ. λ. στόχαστρο·
- βάζω
στο συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- βάζω
στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- βάζω
στο χέρι (κάποιον), βλ. λ. χέρι·
- βάζω
στο χέρι (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- βάζω
στο χρονοντούλαπο (κάτι) ή βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας (κάτι), βλ. λ. χρονοντούλαπο·
- βάζω
στο ψυγείο, βλ. λ. ψυγείο·
- βάζω
στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω
στοίχημα το κεφάλι μου ή βάζω στοίχημα το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ.κεφάλι·
- βάζω
στον κλήρο, βλ. λ. κλήρος·
- βάζω
στον κύκλο μου (κάποιον), βλ. λ. κύκλος·
- βάζω
στον πάγο, βλ. λ. πάγος·
- βάζω
στον πειρασμό να… (κάποιον), βλ. λ. πειρασμός·
- βάζω
στον τοίχο, βλ. λ. τοίχος·
- βάζω
στοίχημα, βλ. λ. στοίχημα·
- βάζω
στόχο, βλ. λ. στόχος·
- βάζω
συνέχεια το χέρι μου στην τσέπη ή βάζω συνέχεια το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω
τ’ αφτί μου, βλ. λ. αφτί·
- βάζω
τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω
τ’ όνομα (κάποιου) στο στόμα μου, βλ. λ. όνομα·
- βάζω
τα δυνατά μου, βλ. λ. δυνατός·
- βάζω
τα καλά μου, βλ. λ. καλός·
- βάζω
τα κλάματα ή βάζω το κλάμα, βλ. λ. κλάματα·
- βάζω
τα μαύρα, βλ. λ. μαύρος·
- βάζω
τα μεγάλα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω
τα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- βάζω
τα μούτρα μου (με κάποιον), βλ. λ. μούτρο·
- βάζω
τα πράγματα στη θέση τους, βλ. λ. πράγμα·
- βάζω
τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- βάζω
τάξη (σε κάποιους ή σε κάτι), βλ. λ. τάξη·
- βάζω
ταρίφα, βλ. λ. ταρίφα·
- βάζω
ταχύτητα, βλ. λ. ταχύτητα·
- βάζω
τελεία ή βάζω τελεία και παύλα, βλ. τελεία·
- βάζω
τέλος, βλ. λ. τέλος·
- βάζω
τέρμα, βλ. λ. τέρμα·
- βάζω
τετάρτη ή βάζω την τετάρτη, βλ. λ. τετάρτη·
- βάζω
τζίφρα ή βάζω την τζίφρα μου, βλ. λ. τζίφρα·
- βάζω
τη βάση (για καθηγητές), βλ. λ. βάση·
- βάζω
τη ζωή μου ή βάζω την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- βάζω
τη σκούφια μου στραβά ή βάζω στραβά τη σκούφια μου, βλ. λ. σκούφια·
- βάζω
τη στάμπα μου, βλ. λ. στάμπα·
- βάζω
τη σφραγίδα μου, βλ. λ. σφραγίδα·
- βάζω
την αγκίδα μου, βλ. λ. αγκίδα·
- βάζω
την αμπάρα, βλ. λ. αμπάρα·
- βάζω
την κουλούρα, βλ. λ. κουλούρα·
- βάζω
την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- βάζω
την ουρά στα σκέλια, ή βάζω την ουρά στα σκέλια μου ή βάζω την
ουρά ανάμεσα στα σκέλια (μου) ή βάζω την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια (μου)
(ενν. και φεύγω), βλ. λ. ουρά·
- βάζω
την υπογραφή μου, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω
την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. λ. υπογραφή·
-
βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. λ. υπογραφή·
- βάζω
την ψυχή μου (σε κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- βάζω
τις βάσεις, βλ. λ. βάση·
- βάζω
τιμωρία, (συνήθως για εκπαιδευτικούς) βλ. λ. τιμωρία·
- βάζω
(τις) τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- βάζω
(τις) φωνές, βλ. λ. φωνή·
- βάζω
το δαχτυλάκι μου (το δάχτυλο μου), βλ. λ. δαχτυλάκι·
- βάζω
το δάχτυλό μου εις τον τύπον των ήλων, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω
το δάχτυλό μου στην πληγή, βλ. λ. δάχτυλο·
- βάζω
το κακό με το μυαλό μου ή βάζω το κακό στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
το κακό με το νου μου ή βάζω το κακό στο νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω
το καπελάκι μου και φεύγω, βλ. λ. καπελάκι·
- βάζω
το καπέλο μου στραβά ή βάζω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- βάζω
το κεφάλι μου ή βάζω το ίδιο μου το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
το κεφάλι μου κάτω απ’ το κεραμίδι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
το κεφάλι μου στη λαιμητόμο, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
το κεφάλι μου στην καρμανιόλα, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
το κεφάλι μου στο σακί, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
το κεφάλι μου στο στόμα του λύκου, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
το κεφάλι μου στο τσουβάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
το κεφάλι μου στον ντορβά, βλ. λ. κεφάλι·
- βάζω
το λαγό στο φούρνο, βλ. λ. λαγός·
- βάζω
το μάνταλο, βλ. λ. μάνταλο·
- βάζω
το μέσο, βλ. λ. μέσο·
- βάζω
το μυαλό μου να δουλέψει, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βάζω
το νερό στ’ αυλάκι, βλ. λ. νερό·
- βάζω
το πόδι μου (κάπου), βλ. λ. πόδι·
- βάζω
το πρόγραμμα, (για μηχανήματα παραγωγής), βλ. λ. πρόγραμμα·
- βάζω
το σύρτη, βλ. λ. σύρτης·
- βάζω
το φόρτε μου, βλ. λ. φόρτε·
- βάζω
το χακί, βλ. λ. χακί·
- βάζω
το χαλκά, βλ. λ. χαλκάς·
- βάζω
το χέρι μου ή βάζω κι εγώ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω
το χέρι μου στη φωτιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω
το χέρι μου στην καρδιά, βλ. λ. χέρι·
- βάζω
το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- βάζω
το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. χέρι·
-
βάζω το χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- βάζω
τόγκα, βλ. λ. τόγκα·
- βάζω
τον κολιό στο ξίδι, βλ. λ. κολιός·
- βάζω
τορπίλα, βλ. λ. τορπίλα·
- βάζω
τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- βάζω
τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- βάζω
τρίποντο, βλ. λ. τρίποντο·
- βάζω
τρίτη ή βάζω την τρίτη, βλ. λ. τρίτος·
- βάζω
τσίκα, βλ. λ. τσίκα·
- βάζω
φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
- βάζω
φάλτσο, βλ. λ. φάλτσο·
- βάζω
φερμουάρ (ενν. στο στόμα μου), βλ. λ. φερμουάρ·
- βάζω
φέσι, βλ. λ. φέσι·
- βάζω
φίμωτρο, βλ. λ. φίμωτρο·
- βάζω
φιτίλια ή βάζω στα φιτίλια, βλ. λ. φιτίλι·
- βάζω
φιτιλιές, βλ. λ. φιτιλιά·
- βάζω
φόκο, βλ. λ. φόκος·
- βάζω
φόλα, βλ. λ. φόλα·
- βάζω
φόρα ή βάζω μια φόρα, βλ. λ. φόρα1·
- βάζω
φόρτσα, βλ. λ. φόρτσα·
- βάζω
φουρνέλο, βλ. λ. φουρνέλο·
- βάζω
φρένο, βλ. λ. φρένο·
- βάζω
φωνή μεγάλη, βλ. λ. φωνή·
- βάζω
φωτιά, βλ. λ. φωτιά·
- βάζω
φωτιά στα τόπια, βλ. λ. τόπι·
- βάζω
χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- βάζω
χαλινάρι στη γλώσσα μου, βλ. λ. χαλινάρι·
- βάζω
χαλκά, βλ. λ. χαλκά·
- βάζω
χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- βάζω
χέρι, βλ. λ. χέρι·
-βάζω χέρι στα έτοιμα, βλ. λ. χέρι·
- βάζω
χέρι στο γλυκό, βλ. λ. γλυκό·
- βάζω
χίλια δυο με το μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- βάζω
χίλια δυο με το νου μου, βλ. λ. νους·
- βάζω
χρυσό δοντάκι, βλ δοντάκι·
- βάζω
ψυχή (σε κάτι), βλ. λ. ψυχή·
- βάλ’
τα να πάνε! α. προτροπή για ενέργεια: «μη το σκέφτεσαι άλλο, βάλ’ τα
να πάνε κι ό,τι γίνει». β. (για χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι)
προτροπή στους παίχτες για ποντάρισμα: «τι ψυχή έχουν τα λεφτά, βάλ’ τα να
πάνε!»·
- βάλ’
τε, (για χαρτοπαίγνιο ή άλλο τυχερό παιχνίδι) προτροπή στους παίχτες για
ποντάρισμα. (Λαϊκό τραγούδι: μάγκες μου βάλ’ τε, μπρος πίσω πάτε, να
σας τα πάρω για να ρεφάρω)·
- βάλ’
τε τώρα που γυρίζει, προτροπή στους παίχτες τυχερού παιχνιδιού για
ποντάρισμα. Δεν έχει μόνο την έννοια του γυρίσματος της ρουλέτας ή άλλου μέσου
που χρησιμοποιείται σε τυχερό παιχνίδι, αλλά και της τύχης που γυρίζει και που
υποτίθεται πως γίνεται καλή, καλύτερη·
- βάλ’
το εκεί που ξέρεις! βλ. λ. ξέρω·
- βάλ’
το (καλά) στο μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- βάλ’
το (καλά) στο νου σου! βλ. λ. νους·
- βάλ’
το κλύσμα! βλ. λ. κλύσμα·
- βάλ’
το στη σαλαμούρα! βλ. λ. σαλαμούρα·
- βάλ’
το στον κώλο σου! βλ. λ. κώλος·
- βάλ’
το στον πάγο! βλ. λ. πάγος·
- βάλ’
τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο μουνί, στον κώλο, τον πούτσο, τον ψώλο,
την πούτσα, την ψωλή, τον πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- βάλ’
τον (βάλ’ την, βάλ’ το) μέσα (ενν. στο βρακί σου, στο παντελόνι σου, τον
πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- βάλ’
τον (βάλ’ την, βάλ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα,
την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. όπου·
- βάλτ’
τον πάλι μεσ’ στη γυάλα, βλ. λ. γυάλα·
- βάλ’
του μια ένεση, βλ. λ. ένεση·
- βάλ’
του κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- βάλ’
του κρέπι, βλ. λ. κρέπι·
- βάλ’
του ρίγανη, βλ. λ. ρίγανη·
- βάλε
ανάπαυση! βλ ανάπαυση·
- βάλε
βάση, βλ. λ. βάση·
- βάλε
βούλα στο μυαλό σου, βλ. λ. βούλα·
- βάλε
δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- βάλε
ένα στοπ, βλ. λ. στοπ·
- βάλε
ένα χέρι (χεράκι), βλ. λ. χέρι·
- βάλε
κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- βάλε
κόσκινο (ενν. μπροστά στο πρόσωπό σου), βλ. λ. κόσκινο·
- βάλε
λουκέτο, βλ. λ. λουκέτο·
- βάλε
μια τσιρίδα, βλ. λ. τσιρίδα·
- βάλε
μια φωνή, βλ. λ. φωνή·
- βάλε
μου ένα δαχτυλάκι, (για ποτά) βλ. λ. δαχτυλάκι·
- βάλε
μου ένα δάχτυλο, (για ποτά) βλ. λ. δάχτυλο·
- βάλε
μυαλό, γιατί θα σου βάλω κρέας ή βάλε μυαλό, να μη σου βάλω κρέας, βλ. λ. μυαλό·
- βάλε
πάγο! βλ. λ. πάγος·
- βάλε
πως…, υπόθεσε,
σκέψου πως…: «βάλε πως, αν με βοηθήσεις τούτη τη στιγμή, θα σου είμαι υπόχρεος
για μια ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι και αρχή και φινάλε και στη σκέψη σου βάλε
πως, αν κάνεις δεσμό, μες σε λίγο καιρό θα χωρίσεις γιατί θα υπάρχω εγώ)·
- για
πού το ’βαλες; ή για πού το βάλαμε; βλ. λ. πού·
- δε
βάζει δράμι απάνω του, βλ. λ. δράμι·
- δε
βάζει κρέας απάνω του, βλ. λ. κρέας·
- δε
βάζει μυαλά ή δε βάζει μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- δε
βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δε
βάζει τη γλώσσα μέσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε
βάζει τη γλώσσα στο στόμα του, βλ. λ. γλώσσα·
- δε
βάζει το πόδι του στη φωτιά, (για
ποδοσφαιριστές), βλ. λ. πόδι·
- δε
βάζει το χέρι στην τσέπη του, βλ. λ. χέρι·
- δε
βάζει στη γλώσσα του χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- δε
βάζει ψαχνό απάνω του, βλ. λ. ψαχνό·
- δε
βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, βλ. λ. άλλος·
- δε
βάζω (και) το χέρι μου στο βαγγέλιο, βλ. λ. βαγγέλιο·
- δε
βάζω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- δε
βάζω χέρι (κάπου ή σε κάτι), βλ. λ. χέρι·
- δε
σε βάλαμε δικηγόρο ή δε σε βάλανε δικηγόρο, βλ. λ. δικηγόρος·
- δε
σε βάλαμε καϊμακάμη ή δε σε βάλανε καϊμακάμη, βλ. λ. καϊμακάμης·
- δε
σε βάλαμε κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στ’
αρχίδια μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε
σε βάλαμε κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στο κεφάλι
μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε
σε βάλαμε κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) ή δε σε βάλανε κεχαγιά στον
πούτσο μας (μου), βλ. λ. κεχαγιάς·
- δε
σε βάλαμε ντερβέναγα ή δε σε βάλανε ντερβέναγα, βλ. λ. ντερβέναγας·
- δε
σε βάλαμε χωροφύλακα ή δε σε βάλανε χωροφύλακα, βλ. λ. χωροφύλακας·
- δεν
έβαλα μπουκιά στο στόμα μου, βλ. λ. μπουκιά·
- δεν
έβαλα τίποτα στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- δεν
έβαλα το χέρι στην τσέπη μου, βλ. λ. χέρι·
- δεν
έχει να βάλει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν
έχει να βάλει δεύτερο βρακί, βλ. λ. βρακί·
- δεν
έχει να βάλει δεύτερο παντελόνι, βλ. λ. παντελόνι·
- δεν
έχει να βάλει ψωμί στο στόμα του, βλ. λ. ψωμί·
- δεν
έχει πού να βάλει το κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- δεν
μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, βλ. λ. Θεός·
- δεν
ξέρει να βάλει την τζίφρα του, βλ. λ. τζίφρα·
- δεν
ξέρει να βάλει την υπογραφή του, βλ. λ. υπογραφή·
- δεν
το βάζει ο νους μου! βλ. λ. νους·
- δεν
το βάζει το μυαλό μου! βλ. λ. μυαλό·
- δεν
το βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- δικηγόρο
σε βάλαμε; ή δικηγόρο σε βάλανε; βλ. λ. δικηγόρος·
- δουλειά
δεν είχαμε, δουλειά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλα
τα γέλια ή έβαλα το γέλιο, βλ. λ. γέλιο·
- έβαλαν
την αλεπού να φυλάει τις κότες, βλ. λ. αλεπού·
- έβαλαν
το λύκο να φυλάει τα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- έβαλαν
τον τρελό να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά, βλ. λ. τρελός·
- έβαλαν
τον τρελό να βγάλει το φίδι απ’ την τρύπα, βλ. λ. τρελός·
- έβαλε
ένα τρεχιό! ή έβαλε τρεχιό, βλ. λ. τρεχιό·
- έβαλε
λυτούς και δεμένους, βλ. λ. λυτός·
- έβαλε
μια τρεχάλα! ή έβαλε τρεχάλα, βλ. λ. τρεχάλα·
- έβαλε
ο διάβολος την ουρά του, βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε
ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. λ. διάβολος·
- έβαλε
τα πόδια στην πλάτη του, βλ. λ. πόδι·
- έβαλε
τα πόδια στον ώμο του, βλ. λ. πόδι·
- έβαλε
τέλος στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έβαλε
τέρμα στη ζωή του, βλ. λ. ζωή·
- έβαλε
το βρακί, σαρίκι, βλ. λ. σαρίκι·
- έβαλε
φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- είναι
σαν να ’βαλε το χέρι του στην πρίζα, βλ. λ. πρίζα·
- είσαι
καλά ή να βάλω τις φωνές! βλ. λ. φωνή·
- ένα
πιάτο την ημέρα κι όπου θέλεις βάλ’ το, βλ. λ. πιάτο·
- θα
βάλω τη γάτα μου να κλαίει! βλ. λ. γάτα·
- θα
βάλω τη σκούπα μου να κλαίει! βλ. λ. σκούπα·
- θα
με βάλεις σε μπελά ή θα με βάλεις σε μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- θα
σε βάλω να φας χώμα, βλ. λ. χώμα·
- θα
σου βάλω ένεση, βλ. λ. ένεση·
- θα
σου βάλω πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα
σου βάλω πιπέρι στη γλώσσα ή θα σου βάλω στη γλώσσα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα
σου βάλω πιπέρι στο στόμα ή θα σου βάλω στο στόμα πιπέρι, βλ. λ. πιπέρι·
- θα
σου δείξω πόσα απίδια βάζει ο σάκος ή θα σου μάθω πόσα απίδια βάζει ο
σάκος, βλ. λ. απίδι·
- θα
το βάλω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- Θεέ
μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), βλ. λ. Θεός·
- και
βάλε, πρέπει να υποθέσεις, να υπολογίσεις ακόμα περισσότερα: «έμαθα πως
έχει λεφτά στην τράπεζα και μια βίλα στην εξοχή. -Και βάλε». (Λαϊκό τραγούδι: να
ποιο θα ’ναι το φινάλε πόνοι δάκρυα και βάλε,μα θα
μείνω κι ό,τι θέλει ας γίνει)· βλ. και φρ. και πάνω, λ. πάνω·
- και
κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι, βλ. λ. γουρούνι·
- και
σε μπουκάλι μέσα να τον βάλεις, αυτός θα το κάνει, βλ. λ. μπουκάλι·
- καϊμακάμη
σε βάλαμε; ή καϊμακάμη σε βάλανε; βλ. λ. καϊμακάμης·
- κάν’
τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου),
βλ. λ. μασούρι·
-
κάν’ τα μασούρι (ενν. τα λεφτά σου) και βάλ’ τα στον κώλο σου, βλ. λ. μασούρι·
- κεχαγιά
στ’ αρχίδια μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στ’ αρχίδια μας (μου) σε
βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κεχαγιά
στο κεφάλι μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στο κεφάλι μας (μου) σε
βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- κεχαγιά
στον πούτσο μας (μου) σε βάλαμε; ή κεχαγιά στον πούτσο μας (μου) σε
βάλανε; βλ. λ. κεχαγιάς·
- μ’
έβαλε στα στενά, βλ. λ. στενός·
- μας
έβαλαν γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- με
βάζει σε μαύρες σκέψεις (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- με
βάζει σε σκέψεις (κάποιος ή κάτι), βλ. λ. σκέψη·
- με
βάζει στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- με
βάζει στο τριπάκι να…, βλ. λ. τριπάκι·
- με
βάζουν στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- με
βάζουν στο κόλπο, βλ. λ. κόλπο·
- με
βάζουν στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- με
λάθος άνθρωπο τα ’βαλες ή τα ’βαλες με λάθος άνθρωπο, βλ. λ. λάθος·
- μέχρι
κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, βλ. λ. Θεός·
- μου
’βαλε τόγκα, βλ. λ. τόγκα·
- μου
’ρχεται να βάλω τα γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- μου
’ρχεται να βάλω τα κλάματα, βλ. λ. κλάμα·
- μου
’ρχεται να βάλω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- μου
’ρχεται να βάλω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- μου
(μας) τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο (ένν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα,
την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σάλιο·
- μπελά
δεν είχαμε, μπελά βάλαμε στο κεφάλι μας, βλ. λ. μπελάς·
- να
βάλει φουστάνια! βλ. λ. φουστάνι·
- να
βάλουμε τσίγκινα σωβρακάκια! βλ. λ. σωβρακάκι·
- να
σε κάψω Γιάννη, να σε βάλω μύξα να γιάνει, βλ. λ. Γιάννης·
- να
το βάλεις σκουλαρίκι (ενν. στ’ αφτί σου), βλ. λ. σκουλαρίκι·
- να
το βάλεις σκουλαρίκι στ’ αφτί σου, βλ. λ. αφτί·
- να
το βάλεις στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- να
το βάλεις στο νου σου, βλ. λ. νους·
- να
το βάλεις στον κώλος σου, βλ. λ. κώλος·
- νέφτι
σου βάλανε; βλ. λ. νέφτι·
- ντερβέναγα
σε βάλαμε; ή ντερβέναγα σε βάλανε; βλ. λ. ντερβέναγας·
- ο
Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), βλ. λ. Θεός·
- ο
Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- όποιος
έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος
έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος
έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όταν
θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- ό,τι
βάλει ο νους σου! βλ. λ. νους·
- ό,τι
βάλει ο νους του ανθρώπου! βλ. λ. νους·
- ό,τι
βάλει το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- ό,τι
βάλει το μυαλό του ανθρώπου! βλ. λ. μυαλό·
- πάρ’
το, βάλ’ το, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) λέγεται στην περίπτωση που
κάποιος παίχτης δίνει τέτοια πάσα στο συμπαίχτη του, που είναι έτοιμο γκολ:
«μόλις ξεμαρκαρίστηκε ο παίχτης έδωσε τέτοια πάσα ακριβείας στο χαφ μας, που
ήταν πάρ’ το, βάλ’ το»·
- πλύνε
βάλε, βλ. λ. πλένω·
- πορτιέρη
σε βάλαμε; ή πορτιέρη σε βάλανε; βλ. λ. πορτιέρης·
- πού
να βάλει μυαλό! βλ. λ. μυαλό·
- πού
να βάλει ο νους μου! βλ. λ. νους·
- πού
να βάλει το μυαλό μου! βλ. λ. μυαλό·
- στις
εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- τ’
αφεντικό τρελάθηκε και τα ’βαλ’ όλα τζάμπα, βλ. λ. αφεντικό·
- τα
ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκάλια, βλ. λ. μπουκάλι·
- τα
βάζει μ’ όλον τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα
βάζω (με κάποιον), α. δέχομαι, τολμώ να μαλώσω, να συμπλακώ με
κάποιον: «τα βάζεις μαζί του;». β. καβγαδίζω, διαπληκτίζομαι, μαλώνω,
συμπλέκομαι με κάποιον: «είναι τόσο στραβόξυλο, που τα βάζει μ’ όλον τον κόσμο
|| προχτές τα ’βαλε με τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: δυο μάγκες μες τη φυλακή τα
βάλαν με το διευθυντή, τον αέρα να του πάρουν ό,τι θέλουν για να κάνουν).
γ. εναντιώνομαι, κοντράρομαι με κάποιον: «τα ’βαλε με κοτζάμ διευθυντή
της αστυνομίας». (Λαϊκό τραγούδι: με κυνηγάνε μυστικοί, με τις αρχές τα
βάζω. Για σένα και τα σίδερα της φυλακής τα σπάζω!). δ. θεωρώ
κάποιον αίτιο ή υπόλογο για κάτι κακό που έγινε: «ό,τι στραβό κι αν γίνει εδώ
μέσα, τα βάζει μαζί μου»·
- τα
βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τα
βάζω όλα σ’ ένα καζάνι ή τα βάζω όλα στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τα
βάζω όλα σ’ ένα σακί ή τα βάζω όλα στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τα
βάζω όλα σ’ ένα τσουβάλι ή τα βάζω όλα στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ.τσουβάλι·
- τα
βάζω όλα στον άσο, βλ. λ. άσος·
- τη
βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. παντζάρι·
- τη
βάζω ανάσκελα ή τη βάζω τ’ ανάσκελα, (για γυναίκες) βλ. λ. ανάσκελα·
- τη
βάζω μπρούμυτα ή τη βάζω τα μπρούμυτα, (για γυναίκες) βλ. λ. μπρούμυτα·
- τη
βάζω στο καλούπι, (για γυναίκες) βλ. λ. καλούπι·
- τη
βάζω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, (για γυναίκες) βλ. λ. μάτι·
- την
έβαλα στο καλαπόδι, βλ. λ. καλαπόδι·
- την
υπογραφή σου και τον πούτσο σου να προσέχεις πού τα βάζεις, βλ. λ. υπογραφή·
- της
βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- της
τον (τη, το) βάζω μέσα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το
πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- τι
βάζεις με το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- τι
βάζεις με το νου σου; βλ. λ. νους·
- το
βάζει ο νους σου; βλ. λ. νους·
- το
βάζει το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- το
βάζω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- το
βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το
βάζω κλύσμα, βλ. λ. κλύσμα·
- το
βάζω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- το
βάζω μπλάστρι, βλ. λ. μπλάστρι·
- το
βάζω ντέρτι, βλ. λ. ντέρτι·
- το
βάζω πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- το
βάζω πείσμα να…, βλ. λ. πείσμα·
- το
βάζω πίκα, βλ. λ. πίκα·
- το
βάζω πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- το
βάζω σε πράξη, βλ. λ. πράξη·
- το
βάζω σκοπό να…, βλ. λ. σκοπός·
- το
βάζω στα πόδια, βλ. λ. πόδι·
- το
βάζω στα τέσσερα, βλ. λ. τέσσερα·
- το
βάζω στραβά (ενν. το καπέλο), βλ. λ. στραβά·
- τον
βάζει λάχανο και τον βγάζει κουνουπίδι (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο), βλ. λ. κουνουπίδι·
- τον
βάζει στον αχνό, βλ. λ. αχνός·
- τον
βάζω ανάσκελα ή τον βάζω τ’ ανάσκελα, βλ. λ. ανάσκελα·
- τον
βάζω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- τον
βάζω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- τον
βάζω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- τον
βάζω κάτω, βλ. λ. κάτω·
- τον
βάζω κάτω με το μικρό μου (το) δαχτυλάκι, βλ. λ. δαχτυλάκι·
- τον
βάζω μέσα, βλ. λ. μέσα·
- τον
βάζω μπρος, βλ. λ. μπρος·
- τον
βάζω μπροστά, βλ. λ. μπροστά·
- τον
βάζω μπρούμυτα ή τον βάζω τα μπρούμυτα, βλ. λ. μπρούμυτα·
- τον
βάζω πείσμα, βλ. πείσμα·
- τον
βάζω πλάτη, βλ. λ. πλάτη·
- τον
βάζω ράχη, βλ. λ. ράχη·
- τον
βάζω σ’ έναν λογαριασμό ή τον βάζω σε κάποιον λογαριασμό ή τον
βάζω σε λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- τον
βάζω σε δεύτερη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον
βάζω σε έξοδα ή τον βάζω στα έξοδα, βλ. λ. έξοδα·
- τον
βάζω σε ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- τον
βάζω σε κόπο, βλ. λ. κόπος·
- τον
βάζω σε λούκι ή τον βάζω στο λούκι, βλ. λ. λούκι·
- τον
βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τον
βάζω σε μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον
βάζω σε μια θέση, βλ. λ. θέση·
- τον
βάζω σε μια ρέγουλα ή τον βάζω σε ρέγουλα ή τον βάζω στη ρέγουλα,
βλ. λ. ρέγουλα·
- τον
βάζω σε μια σειρά, βλ. λ. σειρά·
- τον
βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. σειρά·
- τον
βάζω σε μια τάξη ή τον βάζω σε τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τον
βάζω σε πειρασμό ή τον βάζω στον πειρασμό, βλ. λ. πειρασμός·
- τον
βάζω σε περιπέτειες, βλ. λ. περιπέτεια·
- τον
βάζω σε πρώτη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον
βάζω σε σκέψεις, βλ. λ. σκέψη·
- τον
βάζω σε τελευταία μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον
βάζω σε φασαρία ή τον βάζω σε φασαρίες, βλ. λ. φασαρία·
- τον
βάζω στα κάγκελα, βλ. λ. κάγκελο·
- τον
βάζω στα σίδερα, βλ. λ. σίδερο·
- τον
βάζω στα στενά, βλ. λ. στενό·
- τον
βάζω στη γωνία, βλ. λ. γωνία·
- τον
βάζω στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- τον
βάζω στη διχάλα, βλ. λ. διχάλα·
- τον
βάζω στη θέση του, βλ. λ. θέση·
- τον
βάζω στη σαλαμούρα, βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον
(τη, το) βάζω στη σαλαμούρα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή,
το πέος, το καυλί), βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον
βάζω στη σειρά ή τον βάζω στη σειρά του, βλ. λ. σειρά·
- τον
βάζω στη στενή, βλ. λ. στενή·
- τον
βάζω στη στρουγκού, βλ. λ. στρουγκού·
- τον
βάζω στη φυλακή ή τον βάζω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- τον
βάζω στη χάψη, βλ. λ. χάψη·
- τον
βάζω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- τον
βάζω στην ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
- τον
βάζω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- τον
βάζω στην μπουζού, βλ. λ. μπουζού·
- τον
βάζω στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- τον
βάζω στην ψειρού, βλ. λ. ψειρού·
- τον
βάζω στις αλυσίδες, βλ. λ. αλυσίδα·
- τον
βάζω στο Γεντί, βλ. λ. Γεντί·
- τον
βάζω στο γκέμι, βλ. λ. γκέμι·
- τον
βάζω στο καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- τον
βάζω στο κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
- τον
βάζω στο κυνήγι, βλ. λ. κυνήγι·
- τον
βάζω στο μαντρί, βλ. λ. μαντρί·
- τον
βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον
βάζω στο νόημα, βλ. λ. νόημα·
- τον
βάζω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- τον
βάζω στο ποδάρι μου, βλ. λ. ποδάρι·
- τον
βάζω στο πόδι μου, βλ. λ. πόδι·
- τον
βάζω στο σακί, βλ. λ. σακί·
- τον
βάζω στο στόχαστρο, βλ. λ. στόχαστρο·
- τον
βάζω στο σύρμα, βλ. λ. σύρμα·
- τον
βάζω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- τον
βάζω στο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τον
βάζω στο φιλότιμο, βλ. λ. φιλότιμο·
- τον
βάζω στο φρέσκο, βλ. λ. φρέσκο·
- τον
βάζω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον
βάζω στον ντορβά, βλ. λ. ντορβάς·
- τον
βάλαμε στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τον
έβαλαν στο χώμα, βλ. λ. χώμα·
- τον
έβαλε στο βρακί της, βλ. λ. βρακί·
- τον
κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, βλ. λ. κώλος·
- του
(της) βάζει (το) κέρατο ή του (της) βάζει (τα) κέρατα, βλ. λ. κέρατο·
- του
βάζω αβανιά ή του βάζω την αβανιά, βλ. λ. αβανιά·
- του
βάζω γνώση, βλ. λ. γνώση·
- του
βάζω δάχτυλο, βλ. λ. δάχτυλο·
- του
βάζω ένα κλύσμα (με γιαούρτι, με μουρουνόλαδο, με πετρέλαιο, με ρετσινόλαδο, με
τζατζίκι), βλ. λ. κλύσμα·
- του
βάζω ζαπάρτα, βλ. λ. ζαπάρτα·
- του
βάζω ιδέες, βλ. λ. ιδέα·
- του
βάζω ιδέες στο κεφάλι, βλ. λ. ιδέα·
- του
βάζω κωλοδάχτυλο, βλ. λ. κωλοδάχτυλο·
- του
βάζω λάδι, βλ. λ. λάδι·
- του
βάζω (μια) κατσάδα, βλ. λ. κατσάδα·
- του
βάζω μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- του
βάζω νάρκα, βλ. λ. νάρκα·
- του
βάζω νέφτι (ενν. στον κώλο), βλ. λ. νέφτι·
- του
βάζω πάγο, βλ. λ. πάγος·
- του
βάζω πόστα, βλ. λ. πόστα·
- του
βάζω τα γυαλιά, βλ. λ. γυαλί·
- του
βάζω τα δυο πόδια σ’ ένα παπούτσι, βλ. λ. πόδι·
- του
βάζω τη θηλιά στο λαιμό, βλ. λ. θηλιά·
- του
βάζω τη σφραγίδα, βλ. λ. σφραγίδα·
- του
βάζω την ετικέτα, βλ. λ. ετικέτα·
- του
βάζω την ιδέα να…, βλ. λ. ιδέα·
- του
βάζω τις τσιρίδες, βλ. λ. τσιρίδα·
- του
βάζω τις φωνές, βλ. λ. φωνή·
- του
βάζω το βύσμα ή του βάζω ένα βύσμα (ενν. στον κώλο), βλ. λ. βύσμα·
- του
βάζω το γκέμι ή του βάζω τα γκέμια, βλ. λ. γκέμι·
- του
βάζω το μαχαίρι στο λαιμό, βλ. λ. μαχαίρι·
- του
βάζω το πόδι στο γύψο, βλ. λ. πόδι·
- του
’βαλαν την ταμπέλα, βλ. λ. ταμπέλα·
- του
(της) τον βάζω (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την ψωλή, την πούτσα, το πέος, το
καυλί), του (της) επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη και κατ’ επέκταση τον (την)
ξεγελώ, τον (την) εξαπατώ: «από δω τον είχε από κει τον είχε, στο τέλος του την
έβαλε και του πήρε τα λεφτά»·
- του
βάζω φίμωτρο, βλ. λ. φίμωτρο·
- του
βάζω φιτίλια ή τον βάζω στα φιτίλια, βλ. λ. φιτίλι·
- του
βάζω φρένο, βλ. λ. φρένο·
- του
βάζω χαλινάρι, βλ. λ. χαλινάρι·
- του
βάζω χαλκά, (για γυναίκες) βλ. λ. χαλκάς·
- του
βάζω χειρόφρενο, βλ. λ. χειρόφρενο·
- του
βάζω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- του
βάζω ψύλλους στ’ αφτιά, βλ. λ. ψύλλος·
- του
’βαλα καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- τους
βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο ίδιο καζάνι, βλ. λ. καζάνι·
- τους
βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο σακί, βλ. λ. σακί·
- τους
βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο τσουβάλι, βλ. λ. τσουβάλι·
- τους
βάζω σε κάποια αράδα ή τους βάζω σε μια αράδα, βλ. λ. αράδα·
- τους
βάζω σε κάποια γραμμή ή τους βάζω σε μια γραμμή, βλ. λ. γραμμή·
- τους
βάζω σε κάποια σειρά ή τους βάζω σε μια σειρά, βλ. λ. σειρά·
- τους
βάζω σε κάποια τάξη ή τους βάζω σε μια τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τους
βάζω σε κάποια σειρά και τάξη ή τους βάζω σε μια σειρά και τάξη, βλ. λ. τάξη·
- τους
βάζω στα αίματα, βλ. λ. αίμα.
- τους
βάζω στα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- τους
βάλαμε γκολ απ’ τ’ αποδυτήρια, βλ. λ. γκολ·
- τους
βάλαμε στη μέση, βλ. λ. μέση·
- τσελβόλ,
πλύνε βάλε, βλ. λ. τσελβόλ·
- τώρα
θα μάθεις πόσ’ απίδια βάζει ο σάκος, βλ. λ. απίδι·
- χωροφύλακα
σε βάλαμε; ή χωροφύλακα σε βάλανε; βλ. λ. χωροφύλακας.