βαβούρα,
η, ουσ.
[<μσν. βαβούρα, ηχομιμητική λ.], συνεχής θόρυβος, φασαρία από φωνές και
συζητήσεις πολλών ανθρώπων συγκεντρωμένων σε ένα χώρο, ιδίως κλειστό, η
οχλοβοή, η χάβρα: «σ’ όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης επικρατούσε έντονη
βαβούρα»·
- γίνεται
βαβούρα, γίνεται καβγάς, φασαρία, αναστάτωση: «πιάστηκαν με τα πολιτικά και
στο τέλος, όπως πάντα, έγινε μεγάλη βαβούρα»·
- κάνω
βαβούρα, δημιουργώ αναστάτωση, φασαρία, καβγαδίζω: «όπου και να πάει αυτός
ο άνθρωπος, θα κάνει βαβούρα».