βαβά,
το, άκλ. ουσ. [ηχομιμητ.
λ.], (στη νηπιακή γλώσσα) το χτύπημα, το τραύμα, η πληγή: «πω πω, βαβά!»·
- έχω
βαβά, έχω κάποια
πληγή, κάποιο τραύμα: «μη με πιάνεις στο χέρι, γιατί έχω βαβά»·
-
κάνω βαβά, χτυπώ,
τραυματίζομαι: «μαμά, το παιδάκι έκανε βαβά και κλαίει».