άχυρο
κ. άχερο, το, ουσ. [<αρχ. ἄχυρον], το
άχυρο. 1. (για φαγώσιμα) που δεν έχει καθόλου καλή γεύση, που είναι πολύ
άνοστο: «το φαγητό που μας σέρβιρε δεν τρωγόταν, γιατί ήταν σαν άχυρο». 2.
(για μαλλιά) που έχουν το χρώμα του άχυρου, που είναι ξανθά και ίσια: «τα
μαλλιά της ήταν σαν άχυρο κι έπεφτα ίσια πάνω στους λεπτούς της ώμους»·
- αλωνίζω
τ’ άχυρα ή αλωνίζω τ’ άχυρο, προσπαθώ να ξεδιαλύνω σκοτεινή ή ύποπτη
υπόθεση: «είναι δυο μήνες τώρα που κάθεται κι αλωνίζει τ’ άχυρα, και να δεις
που στο τέλος θα βρει τον ένοχο»·
- γυρεύω
βελόνες στ’ άχυρα ή ζητώ βελόνες στ’ άχυρα ή ψάχνω βελόνες στ’
άχυρα, βλ. λ. βελόνα·
- γυρεύω
ψύλλο στ’ άχερα ή γυρεύω ψύλλους στ’ άχερα ή ζητώ ψύλλο στ’ άχερο
ή ζητώ ψύλλους στ’ άχερα ή ψάχνω ψύλλο στ’ άχερα, ή ψάχνω
ψύλλους στ’ άχερα, βλ. λ. ψύλλος·
- δεν
μπορεί να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν μπορεί να χωρίσει δυο
γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να μοιράσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν
ξέρει να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
- δεν
τρώω άχυρα ή δεν τρώω άχυρο ή δεν τρώμε άχυρα ή δεν τρώμε
άχυρο, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας:
«προσπαθούσε μια ώρα να με πείσει να ρίξω λεφτά στη δουλειά, αλλά εγώ δεν τρώω
άχυρα, γιατί κατάλαβα πως ήθελε να με βάλει στο χέρι». Ο πλ. και όταν το άτομο
μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν
τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- έχει
άχυρα στο κεφάλι του, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «δεν μπορεί να πάρει
μια σωστή απόφαση, γιατί έχει άχυρα στο κεφάλι του»·
- έχει
άχυρα στο μυαλό του, βλ. συνηθέστ. έχει άχυρα στο κεφάλι του·
- τρώει
άχυρα ή τρώει άχυρο, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος,
κουτός, βλάκας: «όλοι τον ξεγελούν, γιατί τρώει άχυρα». Για συνών. βλ. φρ. τρώει
κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.