αγκάλη,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀγκάλη], η αγκαλιά. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά τα μάτια τα γλυκά με
ξεμυαλίσανε και μονομιάς μες την αγκάλη σου με ρίξανε)·
- βρίσκεται
στις αγκάλες του Μορφέως, βλ. φρ. βρίσκεται στην αγκαλιά του Μορφέα, λ.
αγκαλιά·
- παραδόθηκε
στις αγκάλες του Μορφέως, βλ. φρ. παραδόθηκε στην αγκαλιά του Μορφέα, λ.
αγκαλιά·
- τον
δέχτηκαν μ’ ανοιχτές αγκάλες ή
τον δέχτηκαν μ’ ανοιχτές τις αγκάλες ή τον υποδέχτηκαν μ’ ανοιχτές
αγκάλες ή τον υποδέχτηκαν μ’ ανοιχτές τις αγκάλες, τον δέχτηκαν, τον
υποδέχτηκαν θερμότατα, με ενθουσιασμό, με ζεστασιά: «μόλις απολύθηκε ο γιος
τους απ’ το στρατό, τον υποδέχτηκαν στο σπίτι μ’ ανοιχτές τις αγκάλες».