άχρηστος,
-η, -ο,επίθ.
[<αρχ. ἀχρηστος], άχρηστος. 1. που είναι ανίκανος να κάνει κάτι
σημαντικό, που είναι ανίκανος να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια
υπόθεση: «έδωσες σ’ αυτόν τον άχρηστο να σου τελειώσει τη δουλειά και περίμενες
πως θα σου την τελείωνε!». 2. χαϊδευτική ή επιτιμητική προσφώνηση σε
οικείο πρόσωπο: «πού γύριζες όλο το πρωί, βρε άχρηστε, και σε γύρευε η μάνα
σου! || έλα δω, ρε άχρηστε, πού είναι τα λεφτά που έλεγες πως θα μου φέρεις;». 3.
το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα άχρηστα, διάφορα είδη που είναι ή που θα
μείνουν αχρησιμοποίητα: «έδωσες ένα σωρό λεφτά γι’ αυτά τα άχρηστα και τώρα δεν
ξέρεις πού να τα βάλεις!»
- άχρηστο
κορμί, βλ. λ. κορμί·
-
καλάθι των αχρήστων, μικρό
πλαστικό ή μεταλλικό καλάθι που χρησιμοποιείται, ιδίως στα γραφεία, για να
πετάνε εκεί μέσα τα άχρηστα χαρτιά: «άδειασε, σε παρακαλώ, το καλάθι των
αχρήστων, γιατί γέμισε»· βλ. και λ. κάλαθος·
- το
πέταξε στο καλάθι των αχρήστων, (για
πράγματα) έπαψε να το χρησιμοποιεί, το αχρήστευσε: «έδωσε ένα σωρό λεφτά γι’
αυτό το βάζο και σε λίγο καιρό το πέταξε στο καλάθι των αχρήστων».
- τον
πέταξε στο καλάθι των αχρήστων, (υποτιμητικά)
τον έδιωξε, γιατί θεώρησε πως δεν ήταν πια χρήσιμος ή πως ήταν ανίκανος: «πρώτα
τον εκμεταλλεύτηκε καλά καλά κι ύστερα τον πέταξε στο καλάθι των αχρήστων».