αγκάθι,
το, ουσ.
[<μσν. ἀκάνθιν <αρχ. ἀκάνθιον, υποκορ. του ουσ. ἄκανθα], το αγκάθι. 1.
οποιοδήποτε θέμα ή κατάσταση δύσκολη και ενοχλητική: «η αφόρητη ζήλια του ήταν
ένα αγκάθι στο δεσμό τους || αγκάθι στις σχέσεις των δυο λαών είναι μια
βραχονησίδα». 2. το κεντρί των εντόμων: «προσπαθούσε να βγάλει απ’ το
μπράτσο του το αγκάθι της σφήκας». Υποκορ. αγκαθάκι, το. Μεγεθ. αγκάθα
και αγκαθάρα, η. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
-
αγκάθια έχει η καρέκλα σου; βλ.
φρ. αγκάθια έχει ο κώλος σου(;)·
-
αγκάθια έχει η καρέκλα του, βλ.
φρ. αγκάθια έχει ο κώλος του·
- αγκάθια
έχει ο κώλος σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε άτομο, που δεν μπορεί να
καθίσει για πολύ ώρα ήσυχο σε μια θέση, που κινείται διαρκώς: «αμάν, μωρ’
αδερφάκι μου, κάτσε και λίγο στη θέση σου, αγκάθια έχει ο κώλος σου;». Συνών. καρφιά
έχει η καρέκλα σου; / σκουλήκια έχει ο κώλος σου(;)·
- αγκάθια
έχει ο κώλος του, βλ. φρ. έχει αγκάθια ο κώλος του·
-
αγκάθια έχεις; βλ.
φρ. αγκάθια έχει ο κώλος σου(;)·
- απ’
αγκάθι βγαίνει ρόδο κι από ρόδο βγαίνει αγκάθι, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που
από κακούς γονείς γεννιούνται καλά παιδιά και από καλούς γονείς γεννιούνται
κακά παιδιά·
- βασιλικός
στη γειτονιά, κι αγκάθι μέσ’ στο σπίτι, βλ. λ. σπίτι·
- δεν
υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- είμαι
αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου)·
- έχει
αγκάθια η καρέκλα του, βλ. φρ. έχει αγκάθια ο κώλος του·
- έχει
αγκάθια ο κώλος του, δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχος σε μια
θέση, κινείται διαρκώς: «θα τον βλέπεις να στριφογυρνάει συνέχεια ανάμεσα στον
κόσμο, γιατί έχει αγκάθια ο κώλος του». Συνών. έχει καρφιά η καρέκλα του / έχει
σκουλήκια ο κώλος του·
- έχω
έν’ αγκάθι στην καρδιά, έχω μεγάλη και διαρκή στενοχώρια: «απ’ τη μέρα που
χώρισε η κόρη μου, έχω έν’ αγκάθι στην καρδιά»·
- έχω
έν’ αγκάθι στο μυαλό, έχω μια έμμονη ιδέα που με βασανίζει διαρκώς: «απ’ τη
μέρα που απολύθηκε ο γιος μου απ’ το στρατό, έχω έν’ αγκάθι στο μυαλό πώς να
τον βολέψω σε κάποια δουλειά»·
- κάθομαι
στ’ αγκάθια, α. ανησυχώ, αγωνιώ πάρα πολύ, αδημονώ: «κάθε φορά που
αργούν το βράδυ να γυρίσουν τα παιδιά μου στο σπίτι, κάθομαι στ’ αγκάθια ||
καθόταν στ’ αγκάθια μέχρι να προσγειωθεί τ’ αεροπλάνο για να σφίξει το γιο του
στην αγκαλιά του». β. νιώθω μεγάλη ανησυχία, μεγάλο εκνευρισμό, γιατί
αντιμετωπίζω μια πολύ δύσκολη κατάσταση: «κάθεται στ’ αγκάθια ο φουκαράς γιατί,
αν δε βρει ένα σημαντικό ποσό, θα του βγάλει η τράπεζα το σπίτι του σε
πλειστηριασμό»·
-
μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ.
συνηθέστ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), λ. καρφί·
- όποιος
αγαπά το τριαντάφυλλο, αγαπά και το αγκάθι του, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
- όποιος
κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του, όποιος μπλέκει σε βρόμικες, σε
ύποπτες υποθέσεις υφίσταται και τις δυσάρεστες συνέπειες: «αφού έμπλεξες μ’
αυτούς τους αλήτες, καλά να πάθεις που σε κυνηγάει η αστυνομία, γιατί όποιος
κλοτσάει τ’ αγκάθια, πονάνε τα πόδια του». Συνών. όποιος ανακατώνεται με τα
πίτουρα, τον τρώνε οι κότες / όποιος ανακατώνεται με τα σκατά, τον τρώνε τα
γουρούνια / όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του / όποιος
κοιμάται με τους σκύλους, σηκώνεται με ψύλλους / όποιος πάει στο βάλτο να
κυνηγήσει, θα γελαστεί·
- πού
πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! λέγεται ειρωνικά για άτομο που, χωρίς να έχει τα
απαραίτητα εφόδια ή στηρίγματα, επιχειρεί παράτολμα εμπορικά ανοίγματα ή
επιχειρεί να συνάψει ερωτικές σχέσεις με άτομο που είναι ανώτερης κοινωνικής ή
οικονομικής τάξης από τι ίδιο: «θα κάνω επέκταση στη δουλειά μου. -Πού πας
ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! Εδώ δεν έχεις να πληρώσεις τους υπαλλήλους που έχεις ||
θα τα ρίξω στην τάδε. -Πού πας ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! Αυτή είναι κόρη βιομηχάνου
κι εσύ είσαι ένα φτωχό ανθρωπάκι». (Τραγούδι: εμείς έχουμ’ ιστορία,
πολεμήσαμε στην Τροία εσύ έγινες πρεζόνι, κούφια η ώρα που μας ζώνει πού πας
μωρή ξυπόλυτη στ’ αγκάθια).Πολλές φορές, μετά το ρ. της
φρ. ακολουθεί το καημένε ή το έρημε ή το φουκαρά·
- σημείο
αγκάθι, εντοπισμένο πρόβλημα, εντοπισμένη δυσκολία που ενεργεί ανασταλτικά
ή και δυσάρεστα σε μια υπόθεση: «σημείο αγκάθι για την ομαλή εξέλιξη της
εργασίας αποτελεί η άρνηση των μετόχων να προσληφθεί ένας μικρός αριθμός νέων
εργατών»·
- σταυρός
μ’ αγκάθια, βλ. λ. σταυρός·
- τι
γυρεύεις ξυπόλυτος στ’ αγκάθια! βλ. συνηθέστ. πού πας ξυπόλυτος στ’
αγκάθια!