αχνός,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἀτμός], ο αχνός·
- τον
βάζει στον αχνό, μαθαίνει
με αθέμιτο τρόπο τα μυστικά της ζωής, το ποιόν κάποιου: «όταν πρόκειται να
προσλάβει κάποιον υπάλληλο με σκοπό να τον τοποθετήσει σε νευραλγική θέση μέσα
στο εργοστάσιό του, τότε τον βάζει στον ατμό». Από το ότι, όταν κάποιος, χωρίς
να το δικαιούται, θέλει να ανοίξει έναν ταχυδρομικό φάκελο για να διαβάσει παράνομα
το περιεχόμενο της επιστολής ή του εγγράφου, τον τοποθετεί πάνω από ατμό, γιατί
με τον τρόπο αυτό ξεκολλάει και μετά την ανάγνωση τον ξανακολλάει χωρίς να
αφήνει το παραμικρό ίχνος.