ώστε, σύνδ. [<αρχ. ὥστε
<ὡς τε], ώστε·
- ώστε έτσι ε! συμπερασματική
έκφραση από τα λεγόμενα ή τη στάση του συνομιλητή μας, που δηλώνει αγανάκτηση,
λύπη, παράπονο ή επιθετική διάθεση: «ενώ με διαβεβαίωνε πως θα με βοηθήσει, την
τελευταία στιγμή μ’ άφησε ξεκρέμαστο. -΄Ώστε έτσι ε! || ώστε έτσι ε, θέλετε να
πάτε κρυφά από μένα στα μπουζούκια!»· βλ. και φρ. έτσι ε! λ. έτσι.