ωραίος, -α, -ο, επίθ.
[<μτγν. ὡραῖος <αρχ. ὡραῖος (= στη σωστή στιγμή, στην ώρα του)], ωραίος. 1.
που είναι ευχάριστος στη συναναστροφή του, που θέλγει με τη χάρη του και τη
συμπεριφορά του: «ωραίος άνθρωπος || ωραία γυναίκα». (Τραγούδι: τι ωραία
που είσαι, τι μετάξι μαλλιά, τι βελούδινα χείλη, τι φλογάτα φιλιά // είμαι πολύ
ωραίος, βεβαίως βεβαίως). 2. που είναι άμεμπτος, αξιοπρεπής
στη συμπεριφορά του ή στις δοσοληψίες του: «θέλω να συνεργάζομαι μαζί του,
γιατί είναι ωραίος στο αλισβερίσι του». 3. που είναι ικανός σε μια
επαγγελματική δραστηριότητα ή σε κάποιο άθλημα: «είναι ωραίος μηχανικός ||
βρήκα έναν πολύ ωραίο δικηγόρο || είναι πολύ ωραίος ποδοσφαιριστής». 4. (ειρωνικά)
διατυπώνει δυσμενή ή μειωτική κρίση για κάποιον ή για κάτι: «ωραίο φίλο έχεις! ||
ωραία γυναίκα διάλεξες ! || ωραίο αυτοκίνητο αγόρασες!». Συνήθως άλλες φορές
προτάσσεται και άλλες ακολουθεί το τι να σου πω ή το ναι μωρέ ή
το σιγά μωρέ. Συνών. καλός (18). 5.το αρσ. και
θηλ. ως ουσ. ο ωραίος κ. η ωραία, αυτός που είναι όμορφος: «ποια
είναι εκείνη η ωραία;». (Λαϊκό τραγούδι: κι από τότε, στρείδι μύδι, βάλαμε
και δαχτυλίδι, κι όλοι λέγαν στην παρέα, ο ωραίος κι η ωραία).
6α. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα ωραία, (στη γλώσσα της αργκό)
οι όμορφες, οι ευχάριστες, οι ωραίες στιγμές ή καταστάσεις: «μόλις την είδα,
θυμήθηκα τα ωραία που περνούσαμε, όταν ήμασταν στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό
τραγούδι: αγκαλιές, αγκαλιές πού ’ναι τα ωραία μας στις ακρογιαλιές).
β. τα πράγματα που αρέσουν, που είναι ευπρόσδεκτα, που ικανοποιούν: «μας
πρόσφερε ένα γεύμα μ’ όλα τα ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: έλα να νιώσεις πώς
είν’ η ζωή κι όλα τα ωραία μέχρι το πρωί). Συνών. όμορφος (3α, β)
/ φίνος (3α, β). Επίρρ. ωραία, α. εντάξει: «θα ’ρθεις μαζί μας;
-Ωραία». β. πάρα πολύ καλά, περίφημα, έξοχα: «στην εξοχή περάσαμε πολύ
ωραία || ωραία του τα ’πες του παλιοαλήτη». (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- βαδίζω όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- για τα ωραία σου τα μάτια,
βλ. λ. μάτι·
- είμαι στα ωραία μου, βρίσκομαι
σε πολλή καλή ψυχολογική ή οικονομική κατάσταση: «πες μου, αγάπη μου, τώρα που
είμαι στα ωραία μου τι θέλεις να σου αγοράσω!». Συνών. είμαι στ’ απάνω μου /
είμαι στα απ / είμαι στα χάι ή είμαι στα χάι μου ή είμαι στο χάι
μου·
- είμαι ωραίος, δεν έχω
την ανάγκη κανενός: «απ’ τη μέρα που βολεύτηκα στο δημόσιο, είμαι ωραίος»·
- είναι ωραίος λαιμός, βλ. λ. λαιμός·
- έχει ωραίο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- έχει ωραίο λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- έχει ωραίο πόδι, (για
ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- η Ωραία Πύλη, βλ. λ.πύλη·
- καθαρίζω όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- κάνει τον ωραίο, προσποιείται
τον ακατάδεκτο, πως δεν έχει την ανάγκη κανενός: «κέρδισε κάποιο ποσό στο
λαχείο κι από τότε κάνει τον ωραίο»·
- κάποια(ν) ωραία(ν)
πρωία(ν) ή μια(ν) ωραία(ν) πρωία(ν), βλ. λ. πρωία·
- ξηγιέμαι μάγκικα κι ωραία,
βλ. λ. μάγκικος·
- ξηγιέμαι όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- ξηγιέμαι ωραία, συμπεριφέρομαι
σωστά, καθώς πρέπει: «είναι καλό παλικάρι, και πάντα ξηγιέται ωραία». (Λαϊκό
τραγούδι: νύχτες κάνανε παρέα και ξηγιόντουσαν ωραία, κάτω στο
Πασαλιμάνι που ξηγιούνται μάνι-μάνι)·
- ο ωραίος Μπρούμελ, α.
πάρα πολύ όμορφος άντρας: «στα νιάτα του υπήρξε ο ωραίος Μπρούμελ». β.
θαυμαστικός χαρακτηρισμός του πολιτικού Άκη Τσοχατζόπουλου από τους οπαδούς του
ΠΑ.ΣΟ.Κ. και ειρωνικός από τους αντιπάλους του. Αναφορά στο ομώνυμο αμερικανικό
κινηματογραφικό έργο της δεκαετίας του 1950, με πρωταγωνιστή τον Στιούαρ
Γκρέιντζερ·
- όλα καλά κι όλα ωραία, βλ. λ. όλος·
- όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ όμορφα κι ωραία ή
την περνώ όμορφα κι ωραία, βλ. λ. όμορφος·
- περνώ φίνα κι ωραία ή την
περνώ φίνα κι ωραία, βλ. λ. φίνος·
- περνώ ωραία ή την
περνώ ωραία, ζω άνετα και ευχάριστα: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο,
την περνώ ωραία». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’μαστε οι δυο παρέα και θα την
περνάμε ωραία). Συνών. περνώ όμορφα ή την περνώ όμορφα /
περνώ φίνα ή την περνώ φίνα·
- τη βγάζω όμορφα κι ωραία, βλ.
φρ. περνώ όμορφα κι ωραία·
- τη βγάζω φίνα κι ωραία, βλ. λ. φίνος·
- τη βγάζω ωραία, βλ.
φρ. περνώ ωραία·
- το ωραίο είναι ότι…, το
αξιοπερίεργο στην προκειμένη περίπτωση είναι ότι…: «το ωραίο είναι ότι αντί να
μου φέρει τα λεφτά που μου χρωστούσε, ήρθε και μου ζητούσε να του δώσω κι άλλα ||
το ωραίο είναι ότι αντί να ζητήσει συγνώμη για τη φασαρία που δημιούργησε,
ήθελε και τα ρέστα»·
- το ωραίο να λέγεται, έκφραση
με την οποία εκφράζουμε το θαυμασμό μας για κάποια ωραία γυναίκα που ίσως δεν
έπρεπε να εκδηλωθούμε: «κρύψε το θαυμασμό σου για την τάδε, γιατί είναι γυναίκα
φίλου μου. -Το ωραίο να λέγεται». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το α· βλ.
και φρ. το καλό να λέγεται, λ. καλόςκ. το σωστό να λέγεται, λ.
σωστός·
- ωραία δουλειά! βλ. λ.δουλειά·
- ωραία εξήγηση, βλ. λ. εξήγηση·
- ωραία τα ’κανες! ειρωνική
έκφραση σε άτομο που, αντί να πετύχει να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια
υπόθεση, την έκανε χειρότερη: «ωραία τα ’κανες έτσι όπως χειρίστηκες την
υπόθεση!»·
- το ωραίο φύλο, βλ. λ.φύλο·
- ωραία λέει! βλ. λ. λέω·
- ωραίοι καιροί! βλ. λ.καιρός·
- ωραίο πράμα! βλ. λ.πρά(γ)μα·
- ωραίοι τρόποι, βλ. λ. τρόπος·
- ωραίος καιρός! βλ. λ.καιρός·
- ωραίος τρόπος! βλ. λ. τρόπος.