ώμος κ. νώμος, ο, ουσ.
[<αρχ. ὦμος], ο ώμος. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- αντέχουν οι ώμοι του, αντέχει
στις ταλαιπωρίες, ιδίως στις σκληρές δουλειές: «φόρτωσέ τον κι άλλο, γιατί
αντέχουν οι ώμοι του»·
- αντέχουν οι ώμοι σου να…; μπορείς;
έχεις τη δύναμη, την οικονομική δυνατότητα να…(;): «αντέχουν οι ώμοι σου να
πάρεις μέρος κι εσύ σ’ αυτή τη δουλειά;»·
- βαστούν οι ώμοι μου, βλ.
φρ. αντέχουν οι ώμοι μου·
- βαστούν οι ώμοι σου να…; βλ.
φρ. αντέχουν οι ώμοι σου να…(;)·
- βγήκε ο ώμος μου ή μου
βγήκε ο ώμος , εξαρθρώθηκε: «προσπάθησα να σηκώσω ένα βάρος πάνω απ’
τις δυνάμεις μου και βγήκε ο ώμος μου || έριξα με μεγάλη δύναμη μια πέτρα και
μου βγήκε ο ώμος»·
- δε βαστούν οι ώμοι του, βλ.
φρ. δεν αντέχουν οι ώμοι του·
- δεν αντέχουν οι ώμοι του, δεν
αντέχει κάποιο οικονομικό ή άλλο βάρος: «θέλει να κάνει ένα άνοιγμα στην
επιχείρησή του, αλλά δεν αντέχουν οι ώμοι του || δεν αντέχουν οι ώμοι των
εργαζομένων και των συνταξιούχων νέους φόρους || μην τον φορτώνεις άλλο, γιατί
δεν αντέχουν οι ώμοι του»·
- έβαλε τα πόδια του στον
ώμο, βλ. λ. πόδι·
- επ’ ώμου, αρμ! στρατιωτικό
παράγγελμα ύστερα από το οποίο ο στρατιώτης με συγκεκριμένες κινήσεις φέρνει το
όπλο του σε συγκεκριμένη θέση στον ώμο του·
- έφτασαν τα πόδια του στον
ώμο, βλ. λ. πόδι·
- κόβω στον ώμο μου (κάποιον
ή κάτι), βλ. φρ. κόβω στην πλάτη μου (κάποιον ή κάτι), λ. πλάτη·
- ο κουβαλητής θυμάται το
Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- οι φτέρνες του χτυπούν
στους ώμους, βλ. λ. φτέρνα·
- παίρνω την ομάδα στους
ώμους μου, βλ. λ. ομάδα·
- παίρνω το παιχνίδι στους
ώμους μου, βλ. λ. παιχνίδι·
- πήρε τα πόδια του στον
ώμο, βλ. λ. πόδι·
- σηκώνω τους ώμους (μου), δείχνω
άγνοια ή αδιαφορία: «όταν με ρωτούν κάτι και δεν το ξέρω, σηκώνω τους ώμους μου
|| όταν δε μ’ ενδιαφέρει κάποιος ή κάτι, σηκώνω τους ώμους μου και το(ν)
προσπερνώ»·
- τα παίρνω όλα επ’ ώμου, επωμίζομαι
όλες τις ευθύνες: «δεν είναι δυνατόν, εγώ να τα παίρνω όλα επ’ ώμου κι εσείς να
τεμπελιάζετε!»·
- τα πήρε επ’ ώμου (ενν. κι
έφυγε), πήρε τα προσωπικά του είδη και έφυγε: «δεν άντεχε άλλο την γκρίνια
της γυναίκας του, γι’ αυτό τα πήρε επ’ ώμου και την κοπάνησε»·
- υψώνω τους ώμους μου, βλ.
συνηθέστ. σηκώνω τους ώμους μου·
- ώμο με ώμο ή ώμο
ώμο, με αλληλοβοήθεια: «στη ζωή οι άνθρωποι πρέπει να βαδίζουν ώμο με ώμο».