ψωριάρης, ο, θηλ. ψωριάρα,
η, ουσ. [<μσν. ψωριάρης <ψώρα + κατάλ. -ιάρης], ο ψωριάρης. 1.
(υποτιμητικά) άνθρωπος άθλιος, τιποτένιος, αχρείος, δυστυχισμένος, πάμφτωχος, ο
ψωραλέος: «δεν είσαι καλά που θα κάνω παρέα μ’ αυτόν τον ψωριάρη!». 2.
άνθρωπος ψευτοπερήφανος: «δε βλέπει τα χάλια του ο ψωριάρης, κάνει και πως δε
μας γνωρίζει!»·
- όλοι οι καλοί μαζί κι ο
ψωριάρης χώρια, λέγεται ειρωνικά για άτομο που κάθεται χωριστά από τους
άλλους, ιδίως όταν αυτοί τον έχουν απομονώσει, επειδή τους είναι ανεπιθύμητος ή
επειδή τους δημιουργεί συνέχεια προβλήματα: «τον είδα να κάθεται μόνος του στο
μπαράκι κι όπως πάντα όλοι οι καλοί μαζί κι ο ψωριάρης χώρια»·
- τι του λείπει του ψωριάρη,
σκούφια με μαργαριτάρι, λέγεται ειρωνικά για κείνους που, ενώ στερούνται τα
απαραίτητα, επιζητούν τα περιττά.