αχλάδι,
το, ουσ.
[<μσν. ἀχλάδι, υποκορ. του αρχ. ἀχράς], το αχλάδι·
- αχλάδια
πιάνουν τα χέρια σου; έκφραση εκνευρισμένου ατόμου σε κάποιον που ό,τι του
δίνει δεν μπορεί να το συγκρατήσει στα χέρια του και του πέφτει·
- μεταξύ
τυρού και αχλαδίου ή μεταξύ τυριού και αχλαδιού, βλ. λ. τυρί·
-τα καλά τ’ αχλάδια τα τρώνε τα
γουρούνια, βλ. λ. γουρούνι.