ψωνισμένος, -η, -ο, επίθ.
[μτχ. του ρ. ψωνίζω], ψωνισμένος. 1. που είναι πολύ εκνευρισμένος: «μην
του μιλάς, γιατί είναι ψωνισμένος που έχασε η ομάδα του». 2. που είναι
τρελός, παλαβός, παράλογος: «μα καλά, πήγες να τα βάλεις κι εσύ με ψωνισμένο
άνθρωπο!». 3. που είναι πολύ ενθουσιασμένος, πολύ ικανοποιημένος: «είναι
ψωνισμένος με τη νέα δουλειά που ανέλαβε || είναι ψωνισμένος με τη γυναίκα που
του γνώρισα»·
- την έχω ψωνισμένη, α.
είμαι πολύ εκνευρισμένος: «φύγε να μην ξεσπάσω απάνω σου, γιατί την έχω
ψωνισμένη». β. είμαι πολύ ενθουσιασμένος, πολύ ικανοποιημένος: «πώς να
μην την έχεις ψωνισμένη με τέτοια γυναικάρα!».