ψωμοτύρι, το, ουσ.
[<ψωμο- + τυρί]. 1. το φτωχικό γεύμα: «κάθε μέρα, όταν κάνουν παύση
εργασίας, για να ξεκουραστούν, τρώει ψωμοτύρι για κολατσιό». 2. λόγος ή
πράξη, που επαναλαμβάνεται συχνά ή που γίνεται με ευκολία από κάποιον: «έχει τη
δικαιολογία ψωμοτύρι || για μένα αυτή η δουλειά είναι ψωμοτύρι». (Τραγούδι: αστραπή,
αστραπή πανηγύρι η χαρά κι ο καημός ψωμοτύρι)·
- βγάζω το ψωμοτύρι μου, βλ.
συνηθέστ. βγάζω το ψωμί μου, λ. ψωμί·
- βγαίνει το ψωμοτύρι, βλ.
συνηθέστ. βγαίνει το ψωμί, λ. ψωμί·
- είναι το ψωμοτύρι μου, βλ.
συνηθέστ. είναι το ψωμί μου, λ. ψωμί·
- τη βγάζω με ψωμοτύρι, ζω
λιτά, φτωχικά: «άλλοτε ζω άνετα και άλλοτε τη βγάζω με ψωμοτύρι, έτσι είναι η
ζωή»·
- το πήρε (για) ψωμοτύρι ή
το ’χει πάρει (για) ψωμοτύρι, βλ. φρ. το ’χει (για) ψωμοτύρι·
- το ’χει (για) ψωμοτύρι, επαναλαμβάνει
συχνά και με ευκολία κάτι: «αυτός ο άνθρωπος το ’χει το ψέμα για ψωμοτύρι || το
μάλωμα το ’χει ψωμοτύρι»·
- τρέχω για το ψωμοτύρι, βλ.
συνηθέστ. τρέχω για το ψωμί, λ. ψωμί.