ψωλότριχα, η, ουσ.
[<ψωλο- + τρίχα], η ψωλότριχα· υβριστικός ή υποτιμητικός χαρακτηρισμός
ανθρώπου: «άντε, ρε ψωλότριχα, που θέλεις να μας πεις και τη γνώμη σου!»·
- δεν είσαι ούτε μια μου
ψωλότριχα, βλ. συνηθέστ. δεν είσαι ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, λ.
αρχίδι·
- δεν ήταν ούτε μια μου
ψωλότριχα, βλ. συνηθέστ. δεν ήταν ούτε μια τρίχα απ’ τ’ αρχίδια μου, λ.
αρχίδι.