ψυχούλα, η, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. ψυχή], άνθρωπος πολύ ευγενικός και πολύ καλόψυχος: «τέτοια
ψυχούλα σπάνια συναντά κανείς στη ζωή του!»·
- η ψυχούλα μου το ξέρει! μόνο
εγώ ο ίδιος που αισθάνθηκα, ιδίως κάτι κακό, μπορώ να σου πω πώς ένιωσα: «η
ψυχούλα μου το ξέρει πόσο φοβήθηκα, μόλις τον είδα να με σημαδεύει με το
πιστόλι του! || η ψυχούλα μου το ξέρει πόσο κουράστηκα, για να σπουδάσω τα
παιδιά μου!»·
- το λέει η ψυχούλα του, είναι
θαρραλέος, τολμηρός: «μην τον βλέπεις έτσι ήρεμο και πράο, το λέει η ψυχούλα
του»·
- ψυχούλα μου! προσφώνηση
τρυφερότητας σε αγαπημένο πρόσωπο: «γιατί είσαι στενοχωρημένη, ψυχούλα μου!».