ψυχίατρος, ο, η, ουσ.
[<νεότ. ψυχίατρος], ο ψυχίατρος·
- θέλει ψυχίατρο ή χρειάζεται
ψυχίατρο, είναι πολύ παράξενος, πολύ παράλογος ή είναι τρελός: «πρέπει να
τον προσέχεις, γιατί χρειάζεται ψυχίατρο αυτός που κάνεις παρέα».
ψυχίατρος, ο, η, ουσ.
[<νεότ. ψυχίατρος], ο ψυχίατρος·
- θέλει ψυχίατρο ή χρειάζεται
ψυχίατρο, είναι πολύ παράξενος, πολύ παράλογος ή είναι τρελός: «πρέπει να
τον προσέχεις, γιατί χρειάζεται ψυχίατρο αυτός που κάνεις παρέα».