ψίχουλο, το, ουσ.
[<μσν. ψίχουλον <μτγν. ψιχίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. ψίξ], το ψίχουλο·
συνήθως στον πλ. τα ψίχουλα, ό,τι δίνεται σε ελάχιστη ποσότητα: «όλοι
πήραν κανονικά το μερίδιό τους και μόνο σε μένα έδωσαν ψίχουλα». (Λαϊκό
τραγούδι: λίγα ψίχουλα αγάπης σου γυρεύω κι ως την άλλη μου ζωή θα σε
λατρεύω). Υποκορ. ψιχουλάκι, το. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά τα λίγα ψιχουλάκια
αν μου δώσεις, σου τα πληρώνω σ’ οποιαδήποτε τιμή, και θα τα πάρω και αν
ακόμα τα πετάξεις, όπως πετάνε σ’ ένα σκύλο το ψωμί)·
- αν του δώσεις ψίχουλο, θα
σου ζητά φραντζόλα, έχει την κακιά νοοτροπία, όταν κάποιος του προσφέρει
από καλή διάθεση κάτι, να καλομαθαίνει και να ζητά συνέχεια πολύ περισσότερα:
«πρόσεχε μην ξεγελαστείς και κάνεις το παραμικρό χατίρι σ’ αυτόν τον τύπο,
γιατί, αν του δώσεις ψίχουλο, θα σου ζητά φραντζόλα»·
- ένα ψίχουλο, ελάχιστη
ποσότητα: «είναι τόσο πλούσιος, που, αν μου ’δινε ένα ψίχουλο απ’ την περιουσία
του, θα μπορούσα να ζήσω άνετα όλη την υπόλοιπη ζωή μου»·
- ούτε ψίχουλο, ούτε την
ελάχιστη ποσότητα, καθόλου, τίποτα: «όλοι πήραν αυτό που έπρεπε κι εγώ δεν πήρα
ούτε ψίχουλο».