ψιχαλίζει, ρ. απρόσ.
[<ψιχάλα + κατάλ. -ίζει], βρέχει με ψιλές και αραιές σταγόνες: «τ’ απόγευμα
άρχισε ξαφνικά να ψιχαλίζει»·
- αν δε βρέξει, θα
ψιχαλίσει, βλ. λ. βρέχω·
- τον φτύνουν κι αυτός λέει
ψιχαλίζει, δεν καταλαβαίνει τις προσβολές ή τις βρισιές που του εκτοξεύει
κάποιος, επειδή είναι αναίσθητος ή επειδή, για κάποιο λόγο, προσποιείται πως
δεν καταλαβαίνει: «είναι τόσο αναίσθητος αυτός ο άνθρωπος, που τον φτύνουν κι
αυτός λέει ψιχαλίζει || όταν θέλει να πετύχει κάτι, τον φτύνουν κι αυτός λέει
ψιχαλίζει».