ψίχα, η, ουσ. [<μσν. ψίχα <αρχ. ψίξ], η ψίχα· - μια ψίχα, βλ. συνηθέστ. ένα ψίχουλο, λ. ψίχουλο· - ούτε ψίχα, βλ. συνηθέστ. ούτε ψίχουλο, λ. ψίχουλο.