ψήφος, η, ουσ. [<μσν.
ψῆφος ο <αρχ. ψῆφος ἡ (= πετραδάκι)], η ψήφος. Ακούγεται και ο ψήφος:
«εγώ τον ψήφο μου θα τον ρίξω στο τάδε κόμμα». (Ακολουθούν 11 φρ.)·
- γκρίζα ψήφος, η
αστάθμητη ψήφος, που λίγες μέρες, ακόμη και ώρες, πριν την εκλογική αναμέτρηση
των κομμάτων, δεν αποφάσισε ακόμη ο ψηφοφόρος ποιο κόμμα θα ψηφίσει: «στις
εκλογές σπουδαιότατο ρόλο για την ανάδειξη του νικητή παίζει η γκρίζα ψήφος»·
- δίνω ψήφο ή δίνω
την ψήφο μου, εγκρίνω, ψηφίζω κάποιον πολιτικό υποψήφιο ή κάποιο πολιτικό
κόμμα: «στις τελευταίες εκλογές έδωσα την ψήφο μου στον τάδε πολιτικό»·
- ζητώ την ψήφο (κάποιου ή
κάποιων), ζητώ να με ψηφίσει, να με ψηφίσουν: «υπόσχομαι πως θα δουλέψω
σκληρά για το καλό του τόπου μας, γι’ αυτό και ζητώ την ψήφο σας»·
- λευκή ψήφος, που
δηλώνει ουδέτερη στάση σε κάποια ψηφοφορία: «η λευκή ψήφος μπορεί να θεωρηθεί
και ως μια διαμαρτυρία για την ανικανότητα των πολιτικών μας»·
- μαύρη ψήφος, που είναι
αρνητική, που καταψηφίζει κάποιον πολιτικό ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «η μαύρη
ψήφος του λαού έριξε την κυβέρνηση»·
- παίρνω ψήφο, ψηφίζομαι:
«ο τάδε υποψήφιος πήρε ψήφο από τους περισσότερους ψηφοφόρους του νομού μας»·
- παίρνω ψήφο εμπιστοσύνης, (για
κυβερνήσεις) η εμπιστοσύνη προς την κυβέρνηση που εκφράζει η πλειοψηφία των
βουλευτών με ψηφοφορία στη Βουλή έπειτα από την ανάγνωση των προγραμματικών της
δηλώσεων: «μετά την ανάγνωση των προγραμματικών της δηλώσεων, η κυβέρνηση πήρε
ψήφο εμπιστοσύνης»· βλ. και φρ. ψήφος εμπιστοσύνης·
- ρίχνω την ψήφο μου, ψηφίζω
κάποιον πολιτικό ή κάποιο πολιτικό κόμμα: «σε ποιο κόμμα έριξες την ψήφο σου;»·
- σφιχτή ψήφος, που
προέρχεται από ψηφοφόρο που ψηφίζει αποκλειστικά με πολιτικά κριτήρια: «στις
ευρωεκλογές το Κ.Κ.Ε. προπαγάνδιζε υπέρ της σφιχτής ψήφου»·
- χαλαρή ψήφος, η ψήφος
που προέρχεται από ψηφοφόρο που δεν είναι φανατικός οπαδός ενός κόμματος ή που
αποφασίζει την τελευταία στιγμή τι θα ψηφίσει, γιατί στο τέλος ψηφίζει
συναισθηματικά ως προς κάποιον υποψήφιο: «η χαλαρή ψήφος παίζει κι αυτή
σπουδαίο ρόλο σε μια εκλογική αναμέτρηση»·
- ψήφος εμπιστοσύνης, α.
η στήριξη που παίρνει ή που έχει μια κυβέρνηση από το κοινοβούλιο: «η
αντιπολίτευση κατέθεσε πρόταση μομφής, αλλά η ψήφος εμπιστοσύνης προς την
κυβέρνηση θεωρείται δεδομένη». β. η εμπιστοσύνη προς κάποιον που
εκφράζεται με έμπρακτο τρόπο: «η θερμή χειραψία του πρωθυπουργού, θεωρήθηκε από
τους δημοσιογράφους ως ψήφος εμπιστοσύνης προς τον υπουργό Οικονομικών || οι
έντονες επευφημίες των φιλάθλων, θεωρήθηκε ως ψήφος εμπιστοσύνης προς τον
τερματοφύλακα της ομάδας»· βλ. και φρ. παίρνω ψήφο εμπιστοσύνης.