ψηλός κ. αψηλός, -ή,
-ό, επίθ. [<μσν. ψηλός <αρχ. υψηλός], ψηλός. Επίρρ. (α)ψηλά.
(Ακολουθούν 52 φρ.)·
- αν είσαι και ψηλά, βλέπε
και χαμηλά, βλ. λ. χαμηλός·
- ανέβηκε ψηλά, κατέλαβε
ανώτερη κοινωνική ή διοικητική θέση, πέτυχε στη ζωή του, πρόκοψε: «κουράστηκε
πολύ στη ζωή του, αλλά στο τέλος κατάφερε κι ανέβηκε ψηλά || ήρθε απλός
υπάλληλος στην επιχείρηση, αλλά με την εργατικότητά του ανέβηκε ψηλά»·
-απ’ τα ψηλά στα
χαμηλά κι απ’ τα πολλά στα λίγα, από ανώτερη ή πλουσιότερη θέση σε άλλη
κατώτερη ή φτωχότερη. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τα ψηλά στα χαμηλά κι απ’ τα
πολλά στα λίγα, βρε πώς κατάντησα στη ζωή κι από το πρώτο το σκαλί
στο τελευταίο πήγα)·
-από ψηλά, α.
από κάποιο ύψος: «βγήκε στο μπαλκόνι του και μας χαιρετούσε από ψηλά». β.
με κατεύθυνση από πάνω προς τα κάτω: «έπεσε μια γλάστρα από ψηλά και παραλίγο
να τον σκότωνε!». γ. από το Θεό: «όλοι στις δυσκολίες μας περιμένουμε
βοήθεια από ψηλά». δ. από ανώτερη ή ανώτατη διοικητική θέση: «η διαταγή
ήρθε από ψηλά και δεν μπορώ να την παραβώ»·
- αφ’ υψηλού, με αγέρωχο,
με υπεροπτικό ύφος, με ακαταδεξιά: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε πλούσια γυναίκα,
μας κοιτάζει αφ’ υψηλού»·
- βρίσκεται ψηλά, κατέχει
κάποια ανώτερη κοινωνική ή διοικητική θέση: «αν και βρίσκεται ψηλά, δεν ξεχνάει
ποτέ τη λαϊκή καταγωγή του»·
- γίνεται ψηλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- δε γαμάς ψηλά καπέλα! (και
παπούτσια ελβιέλα!), δε γαμείς ψηλά καπέλα! (και παπούτσια ελβιέλα!), βλ. λ. καπέλο·
- είναι και Θεός που βλέπει
από ψηλά, βλ. λ. Θεός·
- είναι στα ψηλά ή είναι
ψηλά, είναι σε κάποιο ύψος: «δε μπορώ να το φτάσω αυτό που μου ζητάς, γιατί
είναι ψηλά»·
- είναι ψηλός μέχρι το
ταβάνι, βλ. λ. ταβάνι·
- έφτασε ψηλά, πέτυχε
οικονομικά ή κατέλαβε ανώτατα αξιώματα: «ξεκίνησε φτωχός απ’ το χωριό του και
μια μέρα έφτασε ψηλά»·
- έφυγε με το κεφάλι ψηλά
, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ψηλή μύτη ή έχει
ψηλά τη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω
ψηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω το μέτωπο ψηλά ή έχω
ψηλά το μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- έχω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- η επιστήμη σηκώνει τα
χέρια ψηλά, βλ. λ. επιστήμη·
- κρατώ τη σημαία ψηλά ή
κρατώ ψηλά τη σημαία, βλ. λ. σημαία·
- κρατώ το κεφάλι ψηλά ή
κρατώ ψηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- κρατώ το μέτωπο ψηλά ή
κρατώ ψηλά το μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- κρεμάει ψηλά το δισάκι
του, βλ. λ. δισάκι·
- μιλάει με πολύ ψηλά,
έχει επαφές με υψηλά ιστάμενα πρόσωπα: «μόνο αυτός ο άνθρωπος μπορεί να σου
τελειώσει τη δουλειά, γιατί μιλάει με πολύ ψηλά»·
- να ζήσεις σαν τα ψηλά
βουνά, βλ. λ. βουνό·
- να ζήσετε σαν τα ψηλά
βουνά, βλ. λ. βουνό·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά
ρίχνει το χιόνι, βλ. λ. Θεός·
- ο ψηλός είναι ο υπηρέτης των
κοντών, βλ. λ. υπηρέτης·
- όποιος ψηλά κοιτά, γρήγορα
χαμηλώνει, όποιος μεγαλοπιάνεται, όποιος μπερδεύεται με πράγματα που είναι
ανώτερα από τις δυνάμεις του ή τις ικανότητές του τότε γρήγορα αποτυχαίνει: «να
μετράς καλά τις δυνάμεις σου, πριν ασχοληθείς με κάποια δουλειά, γιατί όποιος
ψηλά κοιτά, γρήγορα χαμηλώνει». Συνών. όποιος πολύ απλώνεται, γρήγορα
μαζεύεται·
- παίζεται ψηλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- παίρνω ψηλά το χερουβικό, βλ. λ. χερουβικό·
- παίρνω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- περπατώ με το κεφάλι ψηλά,
βλ. λ. κεφάλι·
- περπατώ με το μέτωπο ψηλά,
βλ. λ. μέτωπο·
- πήγε ψηλά, βλ.
συνηθέστ. ανέβηκε ψηλά·
- πιάνομαι από ψηλά, γίνομαι
ακατάδεκτος, μεγαλοπιάνομαι: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, πιάστηκε από
ψηλά»·
- πιάνω ψηλά το χερουβικό, βλ. λ. χερουβικό·
- πιάνω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- σηκώνω ψηλά τα χέρια
(μου), βλ. λ. χέρι·
- τα ψηλά βουνά έχουν και
βαθιές χαράδρες, βλ. λ. βουνό·
- τα ψηλά καπέλα, βλ. λ.καπέλο·
- τα ψηλά κολάρα, βλ. λ.κολάρο·
- τα ψηλά ρετιρέ, βλ. λ. ρετιρέ·
- το παίρνω ψηλά, καυχιέμαι,
κομπάζω: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκε με τον τάδε εφοπλιστή, το πήρε ψηλά κι όλο
γι’ αυτό μιλάει»·
- τον έχω ψηλά, τον
σέβομαι, τον υπολήπτομαι, τον υπολογίζω πολύ: «είναι πολύ καλός και τίμιος
άνθρωπος, γι’ αυτό κι εγώ τον έχω ψηλά»·
- χέζε ψηλά κι αγνάντευε, βλ. λ. χέζω·
- ψηλά τα χέρια! βλ. λ.χέρι·
- ψηλά το κεφάλι! βλ. λ. κεφάλι·
- ψηλό μουνί, αρχοντικό
γαμήσι! ή ψηλό μουνί, καμαρωτό γαμήσι! βλ. λ. μουνί·
- ψηλό παιχνίδι, βλ. λ.παιχνίδι·
- ψηλός και άμυαλος, βλ. λ. άμυαλος·
- ψηλός και άχαρος, βλ. λ. άχαρος·
- ψηλός σαν κυπαρίσσι, άτομο
με ψηλό και λυγερό κορμί, ο ευθυτενής: «έχει έναν γιο ψηλό σαν κυπαρίσσι».