ψεύτικος, -η κ. -ια,
-ο, επίθ. [<ψεύτης + κατάλ. -ικος], ψεύτικος·
- τα ψεύτικα λόγια δεν πάνε
μακριά, το ψέμα σύντομα αποκαλύπτεται: «πρόσεχε τι θα μου πεις, γιατί τα
ψεύτικα λόγια δεν πάνε μακριά». Συνών. το ψέμα δε ζει για να γεράσει / το
ψέμα έχει κοντά ποδάρια.