ψεύτης κ. ψεύτρης, ο,
θηλ. ψεύτρα κ. ψευτρού, η, ουσ. [<μσν. ψεύτης <αρχ.
ψεύστης], ο ψεύτης· αυτός που παραποιεί την αλήθεια, συνήθως για ιδιοτελείς
σκοπούς και, κατ’ επέκταση, ο απατεώνας, ο κατεργάρης: «να τον προσέχεις, γιατί
είναι μεγάλος ψεύτης και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει». Υποκορ. ψευτάκος κ.
ψευταράκος κ. ψευτράκος, ο (βλ. λ.). Μεγεθ. ψευταράς κ. ψεύταρος,
ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βγαίνω ψεύτης, διαψεύστηκαν
οι προβλέψεις ή οι εκτιμήσεις μου, διαψεύδομαι από την εξέλιξη των γεγονότων:
«πίστευα πως θα γίνονταν μεγάλες φασαρίες, αλλά ευτυχώς τα γεγονότα μ’ έβγαλαν
ψεύτη κι όλα πήγαν κατ’ ευχήν || ήμουν σίγουρος πως τα πάντα θα εξελίσσονταν
ομαλά, όμως δυστυχώς βγήκα ψεύτης, γιατί σημειώθηκαν διάφορα έκτροπα»·
- και βγάλε με για ψεύτη ή
και βγάλε με και ψεύτη ή και βγάλε με ψεύτη, λέγεται στην
περίπτωση που δεν μπορεί κάποιος να μας διαψεύσει: «ήσουν μόνος μεσ’ στο
μαγαζί, όταν πετάχτηκα για λίγο έξω, κι όταν είχε επιστρέψει μετά από λίγο
έλειπαν τα λεφτά απ’ το ταμείο και βγάλε με και ψεύτη». (Λαϊκό τραγούδι: μοβόρο
μη με ξαναπείς και την αλήθεια αν θες να δεις, κοιτάξου στον καθρέφτη και βγάλε
με για ψεύτη)·
- κάτω οι ψεύτες! απειλητική
έκφραση, που ακούμε συνήθως να απευθύνεται σε πολιτικούς·
- κόσμε ψεύτη, χάρο κλέφτη, βλ. λ. κόσμος·
- με βγάζει ψεύτη, α.
εμφανίζει με τέτοιο τρόπο τα λεγόμενά μου, ώστε να φαίνεται πως λέω ψέματα:
«ό,τι λέω, αυτός το μεταφέρει πάντα αλλιώς, γιατί θέλει να με βγάζει ψεύτη». β.
με διαψεύδει: «ό,τι κι αν λέω, με βγάζει ψεύτη, γιατί ισχυρίζεται πως τα
πράγματα έγιναν αλλιώς»·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη!
βλ. λ. Θεός·
- ο ψεύτης δεν πιστεύεται κι
όταν αλήθεια λέει, αυτός που συνήθως λέει ψέματα, ακόμη και στην περίπτωση
που λέει την αλήθεια, δε γίνεται πιστευτός: «αυτός ο ψεύταρος, μια φορά
ευδόκησε να μας πει αλήθεια, αλλά, ποιος να τον πιστέψει, γιατί, ο ψεύτης δεν
πιστεύεται κι όταν αλήθεια λέει»·
- ο ψεύτης και ο κλέφτης τον
πρώτο χρόνο χαίρονται, αποκαλύπτονται σύντομα και υφίστανται τις συνέπειες·
- ρώτα και το θείο μου τον
ψεύτη, (ειρωνικά) λέγεται στην περίπτωση που κάποιος επικαλείται τη
μαρτυρία αναξιόπιστου ατόμου, για να επαληθεύσει τα όσα μας λέει: «αν θέλεις να
σιγουρευτείς, μπορεί να στο διαβεβαιώσει κι ο τάδε. -Ρώτα και το θείο μου τον
ψεύτη». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- ρώτα και τον αδερφό μου
τον ψεύτη, βλ. φρ. ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη·
- ρώτα και τον μπάρμπα μου τον
ψεύτη, βλ. φρ. ρώτα και το θείο μου τον ψεύτη·
- τον βγάζω ψεύτη, εμφανίζω
με τέτοιο τρόπο τα λεγόμενά του, ώστε να φαίνεται πως λέει ψέματα, τον
διαψεύδω: «αν σου είπε πως τα πράγματα έγιναν με αυτόν τον τρόπο, τότε τον
βγάζω ψεύτη, γιατί έγιναν εντελώς διαφορετικά».