άφωνος,
-η, -ο, επίθ.
[<αρχ. ἄφωνος], άφωνος·
-
καλύτερα παράφωνος παρά βουβός και άφωνος, προτιμότερο να συμμετέχει κανείς σε μια κοινή
προσπάθεια και ας μην είναι ο πρωτεργάτης παρά να μη συμμετέχει καθόλου: «σιγά
τη βοήθεια που μας πρόσφερες! -Αυτό μπορούσα, αυτό βοήθησα, γιατί καλύτερα
παράφωνος παρά βουβός και άφωνος».