ψειρού, η, ουσ.
[<ψείρα + κατάλ. -ού], (στη γλώσσα της αργκό) η φυλακή: «είναι πέντε χρόνια
στην ψειρού και πρέπει να καθίσει άλλα τόσα». Από το ότι στη φυλακή κολλάει
κανείς ψείρες. Συνών. αλυσίδες (3) / κάγκελα (3) / μπουζού (3) / σίδερα (4)
/ στενή (2) / στρουγκού / φρέσκο / χάψη·
- μπαίνω στην ψειρού, φυλακίζομαι:
«είναι η δεύτερη φορά που μπαίνει στην ψειρού». (Λαϊκό τραγούδι: ξηγιόμαστε
στα κουτουρού, μέχρι να μπούμε στην ψειρού)·
- τον βάζω στην ψειρού, βλ.
φρ. τον ρίχνω στην ψειρού·
- τον ρίχνω στην ψειρού, τον
φυλακίζω: «μετά την καταδικαστική απόφαση τον έριξαν στην ψειρού».