ψάρεμα, το, ουσ.
[<ψαρεύω + κατάλ. -μα], το ψάρεμα. 1. η προσπάθεια για απόσπαση
μυστικού από κάποιον με πλάγιο, με παραπλανητικό ή έντεχνο τρόπο: «έστειλα τον
τάδε στην παρέα τους για ψάρεμα, μήπως και μάθουμε πώς θα ενεργήσουν». 2.
η προσπάθεια κάποιου που γίνεται με επιτήδειες ενέργειες για σύναψη ερωτικής
σχέσης με γυναίκα που συναντάει τυχαία στο δρόμο ή σε κάποιο χώρο: «ο τάδε της
παρέας μας είναι και ο πρώτος στο ψάρεμα». Ισχύει και για γυναίκες·
- βγαίνω (για) ψάρεμα, πηγαίνω
στα μέρη εκείνα που συχνάζουν γυναίκες μόνες, με σκοπό να συνάψω ερωτικό δεσμό:
«κάθε φορά που βγαίνει για ψάρεμα, στολίζεται σαν γαμπρός». Ισχύει και για
γυναίκες·
- για ψάρεμα θα πάμε; έκφραση
απορίας ή δυσφορίας σε κάποιον που μας κλείνει ραντεβού πολύ νωρίς το πρωί: «μα
γιατί θέλεις να συναντηθούμε τόσο πρωί, για ψάρεμα θα πάμε;». Συνήθως της φρ.
προτάσσεται το γιατί. Από το ότι τα άτομα που πηγαίνουν για ψάρεμα
σηκώνονται πολύ πρωί. Συνών. γάλα θα μοιράσουμε; / για κυνήγι θα πάμε;