ψαράκι, το, ουσ.
[υποκορ. του ουσ. ψάρι], το ψαράκι·
- είμαστε τα ψαράκια τίποτα,
έκφραση που δηλώνει πως ο πολύς και ανώνυμος λαός, ο λαουτζίκος, είναι
ανυπεράσπιστος σε σχέση με τους ισχυρούς: «αυτοί που βρίσκονται στην εξουσία
μας κάνουν ό,τι θέλουν, γιατί εμείς είμαστε τα ψαράκια τίποτα»·
- κεφαλιά ψαράκι, βλ. λ. κεφαλιά.