ψαλτήρι, το, ουσ.
[<αρχ. ψαλτήριον], το ψαλτήρι·
- αρχίζω το ίδιο ψαλτήρι, βλ.
συνηθέστ. αρχίζω το ίδιο τροπάρι, λ. τροπάρι·
- αρχίζω το ψαλτήρι, αρχίζω
να μεμψιμοιρώ: «με την παραμικρή δυσκολία που του τυχαίνει, αρχίζει το ψαλτήρι»·
- του αρχίζω το ψαλτήρι, βλ.
συνηθέστ. του αρχίζω το ψάλσιμο, λ. ψάλσιμο.