χώσιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. χώνω + κατάλ. -ιμο],
το χώσιμο· η προκλητική ενέργεια: «με το πρώτο χώσιμο του φίλου σου, έγινε
θηρίο ο άλλος»·
-
του κάνω χώσιμο, με λόγια ή χειρονομίες προσπαθώ να τον εκνευρίσω, να
τον ερεθίσω, να τον προκαλέσω: «κάθε φορά που τον βλέπω, του κάνω χώσιμο, αλλά
αυτός, επειδή με φοβάται, κάνει πως δεν καταλαβαίνει».