χωρίς, πρόθ.
[<αρχ. επίρρ. χωρίς (= χωριστά)], δίχως, με αιτιατική ή να + υποτακτική,
δηλώνει διάφορες σχέσεις, όρο, προϋπόθεση, τρόπο, εναντίωση: «χωρίς τη γυναίκα
του δεν πάει πουθενά || χωρίς λεφτά (= αν δεν υπάρχουν λεφτά) δε γίνεται τίποτα
|| πήγε χωρίς φράγκο (= άφραγκος, αν και δεν είχε χρήματα) να στήσει μια τόσο
μεγάλη επιχείρηση || ήρθε να μιλήσει για τόσο σοβαρό ζήτημα χωρίς να
προετοιμαστεί (= απροετοίμαστος, αν και δεν είχε προετοιμαστεί». (Λαϊκό
τραγούδι: χωρίς δεκάρα πώς θα παντρευτούμε Μανωλιό μου, πώς θα
βάλουμε στεφάνι στον Άι Γιάννη)· βλ. και λ. δίχως. (Ακολουθούν 104 φρ.)·
-
άνθρωπος χωρίς καρδιά, βλ. λ. άνθρωπος·
-
άνθρωπος χωρίς περιεχόμενο, βλ. λ. άνθρωπος·
-
άνθρωπος χωρίς προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
-
άνθρωπος χωρίς συνείδηση, βλ. λ. άνθρωπος·
-
βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί, βλ. λ. χωριό·
-
γάιδαρος χωρίς σαμάρι, βλ. λ. γάιδαρος·
-
γάμο χωρίς παπά, χέσ’ τονε, βλ. λ. γάμος·
-
γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
-
δε βγαίνει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. φωτιά1·
-
δε γίνεται ομελέτα, χωρίς να σπάσεις αβγά, βλ. λ. ομελέτα·
-
δεν κάνει χωρίς…, δεν μπορεί χωρίς… του είναι πολύ δύσκολο χωρίς…: «δεν
κάνει χωρίς ποτό || δεν κάνει χωρίς τσιγάρο || δεν κάνει χωρίς τη γυναίκα του»·
-
δεν υπάρχει καπνός χωρίς φωτιά, βλ. λ. καπνός1·
-
δεν υπάρχουν τριαντάφυλλα χωρίς αγκάθια, βλ. λ. τριαντάφυλλο·
-
δρόμος χωρίς επιστροφή, βλ. λ. δρόμος·
-
δρόμος χωρίς τέλος, βλ. λ. δρόμος·
-
είμαι χωρίς μία, βλ. λ. μία·
-
είναι βάρκα χωρίς κουπιά, βλ. λ. βάρκα·
-
είναι γάτα χωρίς νύχια, βλ. λ. γάτα·
-
είναι χωρίς ηλικία, βλ. λ. ηλικία·
-
είναι χωρίς καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
-
είναι χωρίς νόημα, βλ. λ. νόημα·
-
είναι χωρίς σημασία, βλ. λ. σημασία·
-
είναι ψάρι χωρίς κόκαλο, βλ. λ. ψάρι·
-
ενθουσιασμός χωρίς γνώσεις είναι σαν άλογο χωρίς χαλινάρι, βλ. λ. άλογο·
-
ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, βλ. λ. ζωή·
-
θα σε γαμήσω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
-
θα σε πηδήξω χωρίς βαζελίνη, βλ. λ. βαζελίνη·
-
θα σε πηδήξω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
-
θα στο κάνω χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
-
κάνει και χωρίς…, βλ. λ. κάνω·
-
λαός χωρίς μνήμη, βλ. λ. μνήμη·
-
λόγια χωρίς περιεχόμενο, βλ. λ. λόγος·
-
λόγια χωρίς ουσία, βλ. λ. ουσία·
-
μας γάμησε χωρίς σάλιο ή με γάμησε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
-
μας πήδηξε χωρίς βαζελίνη ή με πήδηξε χωρίς βαζελίνη, βλ. λ. βαζελίνη·
-
μας πήδηξε χωρίς σάλιο ή με πήδηξε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
-
μας το ’κανε χωρίς σάλιο ή μου το ’κανε χωρίς σάλιο, βλ. λ. σάλιο·
-
μας τον (την, το) έβαλε χωρίς σάλιο ή μου τον (την, το) έβαλε χωρίς
σάλιο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. σάλιο·
-
μένω χωρίς δεκάρα (τσακιστή), βλ. λ. δεκάρα·
-
μένω χωρίς μία, βλ. λ. μία·
-
ξηγιέμαι κορδόνι χωρίς κόμπο, βλ. λ. κορδόνι·
-
ο μύλος χωρίς νερό δεν αλέθει, βλ. λ. μύλος·
-
όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, βλ. λ. μήνας·
-
ούτε πόρτα χωρίς καρφί, ούτε σπίτι χωρίς πομπή, βλ. λ. σπίτι·
- ούτε σπίτι χωρίς άντρα, ούτε άντρας στο σπίτι, βλ. σπίτι·
-
πάω κορδόνι χωρίς κόμπο, βλ. λ. κορδόνι·
-
σπίτι χωρίς Γιάννη, προκοπή δεν κάνει, βλ. λ. Γιάννης·
-
ταξίδι χωρίς γυρισμό, βλ. λ. ταξίδι·
-
ταξίδι χωρίς επιστροφή, βλ. λ. ταξίδι·
-
την έχει χωρίς στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
-
χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
-
χωρίς άλλη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
-
χωρίς άλλο, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «θέλω χωρίς άλλο να ’ρθεις κι εσύ
μαζί μου»·
-
χωρίς αμφιβολία, βλ. λ. αμφιβολία·
-
χωρίς αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
-
χωρίς αναπνοή, βλ. λ. αναπνοή·
-
χωρίς ανάσα, βλ. λ. ανάσα·
-
χωρίς αντίκρισμα, βλ. λ. αντίκρισμα·
-
χωρίς αποτέλεσμα, βλ. λ. αποτέλεσμα·
-
χωρίς αστεία, βλ. λ. αστείος·
-
χωρίς γαμπρό γάμος δε γίνεται, βλ. λ. γαμπρός·
-
χωρίς δεκάρα, βλ. λ. δεκάρα·
-
χωρίς δεύτερη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
-
χωρίς δεύτερη σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
-
χωρίς δεύτερο λόγο, βλ. λ. λόγος·
-
χωρίς δόλωμα ψάρι δεν πιάνεται, βλ. λ. δόλωμα·
-
χωρίς δραχμή, βλ. λ. δραχμή·
-
χωρίς έλεος, βλ. λ. έλεος·
-
χωρίς καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
-
χωρίς κέρδος κέρατα! βλ. λ. κέρδος·
-
χωρίς κέρδος κέρατα, χωρίς πομπές κουδούνια, βλ. λ. κέρδος·
-
χωρίς κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
-
χωρίς λόγο ή χωρίς λόγο και αιτία, βλ. λ. λόγος·
-
χωρίς μέτρο, βλ. λ. μέτρο·
-
χωρίς να το καταλάβω, βλ. λ. καταλαβαίνω·
-
χωρίς να το θέλω, βλ. λ. θέλω·
-
χωρίς να πέσει ντουφεκιά, βλ. λ. ντουφεκιά·
-
χωρίς να ρίξει ντουφεκιά, βλ. ντουφεκιά·
-
χωρίς να χάνει καιρό ή χωρίς να χάσει καιρό, βλ. λ. καιρός·
-
χωρίς να χάνει λεπτό ή χωρίς να χάσει λεπτό, βλ. λ. λεπτό·
-
χωρίς να χάνει στιγμή ή χωρίς να χάσει στιγμή, βλ. λ. στιγμή·
-
χωρίς να χάνει χρόνο ή χωρίς να χάσει χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
-
χωρίς να χάνει ώρα ή χωρίς να χάσει ώρα, βλ. λ. ώρα·
-
χωρίς όρια, βλ. λ. όριο·
-
χωρίς όρους, βλ. λ. όρος·
-
χωρίς πεντάρα, βλ. λ. πεντάρα·
-
χωρίς περιστροφές, βλ. λ. περιστροφή·
-
χωρίς πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
-
χωρίς πολλά λόγια, βλ. λ. λόγος·
-
χωρίς πολλές κουβέντες, βλ. λ. κουβέντα·
-
χωρίς προηγούμενο, βλ. λ. προηγούμενο·
-
χωρίς σταματημό, βλ. λ. σταματημός·
-
χωρίς συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
-
χωρίς τα καλοκαίρια, βλ. λ. καλοκαίρι·
-
χωρίς τυμπανοκρουσίες, βλ. λ. τυμπανοκρουσία·
-
χωρίς υπερβολή, βλ. λ. υπερβολή·
-
χωρίς φόβο και πάθος, βλ. λ. φόβος·
-
χωρίς φράγκο, βλ. λ. φράγκο·
-
χωρίς φύλλο συκής, βλ. λ. φύλλο·
- χωρίς φωτιά καπνός δε βγαίνει, βλ. λ. καπνός1·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, βλ. λ. αγάπη·
- ψωμί δε γίνεται χωρίς προζύμι, βλ. λ. ψωμί.