χωρίζω, ρ.
[<αρχ. χωρίζω], χωρίζω. 1. παίρνω διαζύγιο: «τα ’φτιαξε με μια
πιτσιρίκα και χώρισε με τη γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: στο φτωχόσπιτο
ετούτο που χωρίσαμε τη βραδιά την τελευταία που μιλήσαμε). 2.
διαλύω τον ερωτικό μου δεσμό: «χώρισα μαζί της, γιατί τον τελευταίο καιρό μου
μιλούσε όλο για γάμο». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι και αρχή και φινάλε και στη
σκέψη σου βάλε πως, αν κάνεις δεσμό, μες σε λίγο καιρό θα χωρίσεις,γιατί
θα υπάρχω εγώ). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
-
δε μας χωρίζει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
-
δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε ή δεν έχουμε να χωρίσουμε τίποτα, δεν
υπάρχει κάτι που να δικαιολογεί κάποια διένεξη μεταξύ μας: «αφού δεν έχουμε να
χωρίσουμε τίποτα, γιατί μαλώνουμε;». Συνών. δεν έχουμε τίποτα να μοιράσουμε ή
δεν έχουμε να μοιράσουμε τίποτα·
-
δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο ή δεν ξέρει να χωρίσει δυο
γαϊδουριών άχυρο, βλ. λ. γαϊδούρι·
-
ένας δρόμος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
-
ένας τοίχος μας χωρίζει ή μας χωρίζει ένας τοίχος, βλ. λ. τοίχος·
-
μας χωρίζει άβυσσος, βλ. λ. άβυσσος·
-
μας χωρίζει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
-
μια πόρτα μας χωρίζει ή μας χωρίζει μια πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
-
το καλό τ’ αρνί, απ’ το κοπάδι δεν το χωρίζουν, βλ. λ. αρνί·
-
τους χωρίζει παλιά έχθρα, βλ. λ. έχθρα·
-
χωρίζουμε τα τσανάκια μας, βλ. λ. τσανάκι·
-
χωρίζω γαβάθες, βλ. λ. γαβάθα·
-
χωρίζω τα πρόβατα απ’ τα ερίφια, βλ. λ. πρόβατο.