χωριάτης, ο, θηλ. χωριάτισσα κ. χωριάτα, η, ουσ.
[<μσν. χωριάτης <χωριό + κατάλ. -ιάτης], ο χωριάτης· (υποτιμητικά)
άνθρωπος άξεστος, απολίτιστος, αγροίκος: «είχε μαζί του κι έναν χωριάτη που τον
έκανε ρεζίλι με τις ανοησίες του»·
-
γίναμε από δυο χωριά χωριάτες, βλ. λ. χωριό·
-
δώσε θάρρος στο χωριάτη να σ’ ανέβει στο κρεβάτι, βλ. λ. θάρρος·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη
χάρη, ο
άξεστος,, ο αγενής, ο αγροίκος, πολύ δύσκολα αλλάζει χαρακτήρα: «όσο κι αν
προσπαθεί να συμπεριφερθεί σαν πρωτευουσιάνος, δεν καταφέρνει τίποτα, γιατί ο
χωριάτης, άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει τη χάρη». Συνών. ο βλάχος άρχων
κι αν γενεί, βλαχίλα θα μυρίζει / ο γάιδαρος είναι γάιδαρος και ας φορεί και
σέλα.