χωράφι, το, ουσ. [<μτγν. χωράφιον], το χωράφι. 1. το
οικόπεδο: «έχω ένα χωράφι ακριβώς στην άκρη της πόλης και θα το δώσω αντιπαροχή
σ’ έναν εργολάβο». 2. στον πλ. τα χωράφια, ο τομέας δικαιοδοσίας,
αρμοδιότητας ή επιρροής κάποιου, τα οικόπεδα: «έχω μάθει να μην μπερδεύομαι με
δουλειές που δεν είναι στα χωράφια μου». Συνών. οικόπεδα. (Ακολουθούν 11
φρ.)·
-
δεν είν’ εδώ του μπαμπά σου το χωράφι, βλ. λ. μπαμπάς1·
-
δεν είν’ εδώ του παππού σου το χωράφι, βλ. λ. παππούς·
-
δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, δεν αναμειγνύεται ο ένας στις
υποθέσεις ή τις δραστηριότητες του άλλου, ο καθένας βλέπει τη δουλειά του: «έχουν
συνεταιρικά αυτή την επιχείρηση, αλλά ξεχώρισαν απ’ την αρχή τις αρμοδιότητές τους,
κι έτσι, δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου». Συνών. δεν μπαίνει ο
ένας στα οικόπεδα του άλλου·
-
κάνω χωράφι, οργώνω: «αύριο πρέπει να σηκωθώ πρωί, γιατί έχω να κάνω
χωράφι»·
-
μπαίνει σε ξένα χωράφια, ασχολείται με πράγματα που είναι στη
δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητα άλλου: «να του πεις να μην μπαίνει σε ξένα
χωράφια, αν θέλει να ’χει το κεφάλι του ήσυχο || όποιος μπαίνει σε ξένα
χωράφια, αργά ή γρήγορα το μετανιώνει». Συνών. μπαίνει σε ξένα αμπέλια / μπαίνει
σε ξένα οικόπεδα·
-
μπαίνει στα χωράφια μου, δραστηριοποιείται σε χώρο που ανήκει στη
δικαιοδοσία ή στην αρμοδιότητά μου: «απ’ τη στιγμή που μπήκε στα χωράφια μου,
θα τον αντιμετωπίσω με μεγάλη σκληρότητα». Συνών. μπαίνει στ’ αμπέλια μου / μπαίνει
στα οικόπεδά μου·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, βλ. λ. σπίτι·
- τι είν’ εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι είν’ εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. λ. παππούς·
- τι το πέρασες εδώ, του μπαμπά σου το χωράφι; βλ. λ. μπαμπάς1·
- τι το πέρασες εδώ, του παππού σου το χωράφι; βλ. λ. παππούς.