χώρα, η, ουσ.
[<αρχ. χώρα], η χώρα. 1. (για ελληνικά νησιά) η πρωτεύουσα: «ο κόσμος
κατέβηκε στο λιμάνι της χώρας για να υποδεχτεί τους επίσημους». 2. το σύνολο
των ανθρώπων που κατοικούν σε μια χώρα: «Αντρέα, προχώρα, σε θέλει όλη η
χώρα!», πασοκικό προεκλογικό σύνθημα·
-
αν ήταν η ζήλια ψώρα, θα κολλούσε όλη τη χώρα, βλ. λ. ζήλια·
-
η απάνω χώρα, τα υψώματα νησιώτικης πρωτεύουσας: «τα πολυδαίδαλα σοκάκια
της απάνω χώρας, ήταν γεμάτα από τουρίστες». (Λαϊκό τραγούδι: Σύρα η απάνω
χώρα σου με την ανηφοριά σου με τα πολλά σκαλάκια σου και με τον Σαν Μπαστιά
σου)·
-
η πρώτη κυρία της χώρας, βλ. λ. κυρία·
-
η χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας ή η χώρα όπου ανθεί η φαιδρά
πορτοκαλέα, βλ. λ. πορτοκαλέα·
-
ο πρώτος πολίτης της χώρας, βλ. λ. πολίτης·
-
προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα! ειρωνική προτροπή από την ομήγυρη σε άτομο
που λέει ανοησίες, φαιδρότητες να συνεχίσει να μιλάει. Αναφορά στο πασοκικό
σύνθημα Αντρέα, προχώρα, σε θέλει όλη η χώρα(!)·
-
στη χώρα των τυφλών βασιλεύει ο μονόφθαλμος, βλ. λ. τυφλός.