χώνω, ρ.
[<μσν. χώνω, από το έχωσα, αόρ. του αρχ. ρ. χωννύω], χώνω. 1. βολεύω
κάποιον κάπου, ιδίως σε κάποια θέση του δημοσίου: «προσπαθώ να χώσω το γιο μου
στη Δ.Ε.Η. για ν’ απαλλαγώ απ’ αυτόν». 2. αναγκάζω, υποχρεώνω κάποιον να
μπει σε ένα χώρο και, κατ’ επέκταση, τον φυλακίζω: «τον χώσανε δέκα χρόνια στο
Γεντί». (Λαϊκό τραγούδι: στο Παλαμήδι μ’ έχουνε, γιατί με κατατρέχουνε· στα
σίδερα με ζώσανε, κι ισόβια με χώσανε). (Ακολουθούν 26 φρ.)·
-
αυτά που κρατάς, θα στα χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και συνήθως
ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
-
αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. κώλος·
-
αυτά που κρατάς, να τα χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου και
συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. ξέρω·
-
αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου (συνήθως ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. κώλος·
-
αυτό που κρατάς, θα στο χώσω εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
-
αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
-
αυτό που κρατάς, να το χώσεις εκεί που ξέρεις (ενν. στον κώλο σου), βλ. λ. ξέρω·
-
αυτό που κρατάς να το χώσεις στον κώλο σου, βλ. λ. κώλος·
-
θα σου χώσω καμιά ή θα σου χώσω μια (ενν. γροθιά, μπάτσα, μπουνιά
σφαλιάρα κ. ά.), θα σε χτυπήσω δυνατά με το χέρι. Λέγεται συνήθως από
αγανάκτηση, και το χέρι κινείται ανάλογα με τον τρόπο με τον οποίο θέλει να
δώσει κανείς το χτύπημα. Συνών. θα σου κόψω καμιά ή θα σου κόψω μια /
θα σου σφίξω καμιά ή θα σου σφίξω μια·
-
τα χώνει (ενν. τα λεφτά), ξοδεύει τα λεφτά του για να ικανοποιήσει κάποια
έξη του και γενικά τα ξοδεύει: «ό,τι βγάζει, τα χώνει στο μπαρμπούτι || ό,τι
κερδίζει απ’ τη δουλειά του, τα χώνει στα ναρκωτικά || ό,τι βγάζει, τα χώνει στα
βιβλιοπωλεία για ν’ αγοράζει βιβλία»·
-
την τεντώνω τη σαλιώνω και στην τρύπα σου τη χώνω (ενν. την πούτσα, την
ψωλή), βλ. λ. τρύπα·
-
της το (τη, το) χώνω (μέσα) (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την
ψωλή, το πέος, το καυλί), της επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη: «την είχε όλο
το βράδυ στην γκαρσονιέρα του και της τον έχωσε τρεις τέσσερις φορές»·
-
τον χώνω μέσα, βλ. λ. μέσα·
-
τον χώνω στη φυλακή ή τον χώνω φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
-
τον χώνω στην τρύπα, βλ. λ. τρύπα·
-
του τα χώνω (ενν. τα λεφτά), τον δωροδοκώ: «μόλις του τα ’χωσα, μου
τέλειωσε αμέσως τη δουλειά»·
-
του τα χώνω, τον κατσαδιάζω άγρια, τον καθυβρίζω: «όποιος δεν ακολουθεί
τις οδηγίες μου στη δουλειά, του τα χώνω πρώτα και μετά τον απολύω»·
-
του τη χώνω, τον ενοχλώ συστηματικά μέχρι το σημείο να εκνευριστεί πολύ:
«μ’ αρέσει να του τη χώνω, κάθε φορά που χάνει η ομάδα του, γιατί τον βλέπω που
εκνευρίζεται και σπάω πλάκα»·
-
χώνει παντού τη μούρη του ή χώνει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
-
χώνει παντού τη μύτη του ή χώνει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
-
χώνει παντού την ουρά του ή χώνει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
-
χώνει τη μύτη του (κάπου), βλ. λ. μύτη·
-
χώνει την ουρά του (κάπου), βλ. λ. ουρά·
-
χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. κώλος·
-
χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς ή το πράγμα στο οποίο
αναφέρεσαι), βλ. λ. κώλος·
-
χώσ’ τον (χώσ’ τη, χώσ’ το) όπου μπορείς (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την
πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), επωφελήσου από όπου και με όποιον
τρόπο μπορείς: «όπως έγινε σήμερα η ζωή, αγόρι μου, χώσ’ τον όπου μπορείς και
μη νοιάζεσαι για τίποτα».