χωνεύω, ρ.
[<μτγν. χωνεύω], χωνεύω. 1. δέχομαι κάτι, ιδίως όχι αρεστό ως
οριστικό, ως τετελεσμένο: «πρέπει να το χωνέψεις πως για να προκόψει κανείς,
χρειάζεται πολλή δουλειά». 2. καταλαβαίνω καλά κάτι: «πρέπει να χωνέψεις
αυτό που σου λέω, για να μην πεις άλλα εσύ κι άλλα εγώ και γίνουμε ρεζίλι»·
-
δε χωνεύω (κάτι), δε μου είναι αρεστό, επιθυμητό κάτι: «δε χωνεύω να
’ρχονται να μ’ ενοχλούν, όταν δουλεύω || δε χωνεύω να μ’ ενοχλούν, όταν
διαβάζω»·
-
δεν μπορώ να το χωνέψω, δυσκολεύομαι να πιστέψω, να παραδεχτώ κάτι, μου
είναι αδιανόητο: «δεν μπορώ να το χωνέψω πως σκοτώθηκε, αφού πριν από μια ώρα
πίναμε καφέ μαζί! || τον έχω βοηθήσει χιλιάδες φορές και δεν μπορώ να το χωνέψω
πως με κατηγόρησε». Συνήθως άλλες φορές μετά το μπορώ κι άλλες στο τέλος
της φρ. ακολουθεί το ακόμα. Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει
δυσφορία, όταν δεν μπορεί να χωνέψει κάποιο φαγητό»·
-
δεν τον χωνεύω, δεν τον ανέχομαι, δεν το συμπαθώ, δεν μου είναι αρεστός,
επιθυμητός: «αν θα ’ρθει κι ο τάδε μαζί σας, εγώ θα φύγω, γιατί δεν τον
χωνεύω». (Λαϊκό τραγούδι: μην κλαις, μη χύνεις δάκρυα θαρρείς, δε σε
χωνεύω; το σφάλμα σου όμως μ’ έκανε αδύνατον και κλαίγω)·
-
η γη όλους τους χωνεύει, όλοι πεθαίνουν: «απ’ τη μέρα που γεννιέται ο
άνθρωπος ξέρει πως η γη όλους τους χωνεύει»·
-
χώνεψέ το! (κατηγορηματικά) κατάλαβέ το οριστικά: «ξανά δεν έχω διάθεση
να σε βοηθήσω, χώνεψέ το!».