χωματίλα, η, ουσ. [<χώμα + κατάλ. -ίλα], χωματίλα· η
χαρακτηριστική μυρουδιά του χώματος, ιδίως του νοτισμένου από πρόσκαιρη ψιχάλα,
κάτι που παρατηρείται συνήθως το καλοκαίρι: «στα ρουθούνια μας χτύπησε μια
έντονη χωματίλα, δείγμα πως κάπου κοντά άρχισε να βρέχει»·
-
μυρίζει χωματίλα, είναι ετοιμοθάνατος: «είναι καιρός τώρα που ο παππούς
μας μυρίζει χωματίλα». Συνών. μυρίζει λιβάνι.