αφρός,
ο, ουσ.
[<αρχ. ἀφρός], αφρός· το εκλεκτότερο μέρος εμπορεύματος, που προβάλλεται στη
βιτρίνα, για να νομίσει ο πελάτης πως όλο το εμπόρευμα είναι εκλεκτής
ποιότητας: «όλοι έχουν στις βιτρίνες τους τον αφρό κι από πίσω σερβίρουν στον
κόσμο δεύτερο πράμα». Συνών. αθέρας / αφρόκρεμα (2β) / βιτρίνα (4) / κράχτης
(3) / μόστρα (4)· βλ. και λ. αφρόκρεμα·
- βγάζει
αφρούς (απ’ το στόμα του), κατέχεται από μεγάλο θυμό, από μεγάλη οργή,
είναι πολύ θυμωμένος, πολύ οργισμένος: «μόλις μπήκα στο γραφείο του και τον
είδα να βγάζει αφρούς απ’ το στόμα του, έφυγα αμέσως χωρίς να του πω τίποτα».
Συνών. βγάζει ατμούς·
- βγαίνω
απάνω σαν αφρός, τα βολεύω, τα καταφέρνω, επιπλέω, παρ’ όλες τις δυσκολίες
που αντιμετωπίζω στη ζωή: «όποια δυσκολία κι αν του τύχει, βρίσκει πάντα τον
τρόπο να βγαίνει απάνω σαν αφρός». Συνών. βγαίνω απάνω σαν το λάδι· βλ.
και φρ. βγαίνω αφρός·
- βγαίνω
αφρός, αθωώνομαι, ακόμη και αν είμαι ένοχος: «έβαλε ένα σωρό ψευδομάρτυρες
κι έτσι στο δικαστήριο βγήκε αφρός». Συνών. βγαίνω καπάκι / βγαίνω λάδι·
- βγαίνω
στον αφρό, τα βολεύω, τα καταφέρνω παρ’ όλες τις δυσκολίες της ζωής:
«μπορεί να έχει κρίση στην αγορά, όμως εγώ τα καταφέρνω και βγαίνω στον αφρό».
(Λαϊκό τραγούδι: με μια γυναίκα χάνεσαι βυθίζεσαι με δυο, από την τρίτη
πιάνεσαι και βγαίνεις στον αφρό)·
- με
βγάζουν αφρό, με αθωώνουν: «λάδωσε ο αδερφός μου ένα κάρο κόσμο για να με
βγάλουν αφρό στη δίκη». Συνών. με βγάζουν λάδι·
- παίρνω
τον αφρό, α. διαλέγω, ξεδιαλέγω το πιο εκλεκτό τμήμα εμπορεύματος
που προβάλλεται στη βιτρίνα: «μας πήρε τον αφρό του εμπορεύματος». Συνών παίρνω
τη μόστρα / παίρνω την αφρόκρεμα / παίρνω τον αθέρα. β. ξεπαρθενεύω
γυναίκα: «πρώτα της πήρε τον αφρό και τώρα κάνει πως δεν τη γνωρίζει».