χυλόπιτα κ.
χυλοπίτα, η, ουσ. [<μσν. χυλόπιτα <χυλός + πίτα], συνήθως στον πλ.
οι χυλόπιτες κ. χυλοπίτες, είδος ζυμαρικού: «η σπεσιαλιτέ της
μάνας μου είναι κρέας με χυλόπιτες»·
-
έφαγα χυλόπιτα, δεν έγινε από κάποια αποδεκτή η πρότασή μου για σύναψη
ερωτικών σχέσεων: «της ζήτησα να τα φτιάξουμε κι έφαγα χυλόπιτα». Συνών. έφαγα
πακέτο (β)·
-
στρώνει χυλόπιτα, (στη νεοαργκό) προσποιείται τον ελεύθερο, τον
αδέσμευτο, με σκοπό να συνάψει ερωτικό δεσμό με κάποια: «εδώ και καιρό στρώνει
χυλόπιτα, γιατί ενδιαφέρεται για την τάδε»·
-
τον τάισε χυλόπιτα, δε δέχτηκε την πρότασή του για σύναψη ερωτικών
σχέσεων: «ήταν εντελώς σίγουρος πως δε θ’ αρνιόταν την πρότασή του, όμως αυτή
τον τάισε χυλόπιτα»·
-
του ’δωσε χυλόπιτα, βλ. φρ. τον τάισε χυλόπιτα.