χτυπιέμαι, ρ.
[<χτυπώ], χτυπιέμαι. 1. εκδηλώνω τη λύπη μου, την απελπισία μου με
σπαρακτικές φωνές και με χειρονομίες: «μόλις της ανήγγειλαν πως ο γιος της
έπεσε θύμα τροχαίου, άρχισε να χτυπιέται μπροστά στον κόσμο». (Λαϊκό τραγούδι: είναι
κρίμα να χτυπιέσαι και να κλαις, πάψε να τη συλλογιέσαι και να κλαις).
2. διαμαρτύρομαι έντονα με φωνές και χειρονομίες: «όσο και να χτυπιέσαι,
στο τέλος θα κάνεις αυτό που σου λέω». 3. διαβεβαιώνω απεγνωσμένα
κάποιον για κάτι: «χτυπιόταν μπροστά στον αξιωματικό της αστυνομίας πως δεν
ήταν αυτός ο ένοχος». 4. βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ: «δεν
αντέχω άλλο να χτυπιέμαι κάθε μέρα μέσ’ στους δρόμους για ψίχουλα». 5.
συμπλέκομαι, συγκρούομαι με κάποιον: «είναι πολύ δυνατός άντρας και δε διστάζει
να χτυπηθεί με τον οποιονδήποτε || οι δυο στρατοί χτυπήθηκαν στα υψώματα του
Λαχανά». 6. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) παίρνω ναρκωτικά με ενδοφλέβια
ένεση: «απ’ τη μέρα που άρχισε να χτυπιέται, όλοι τον έκαναν πέρα». 7α.
στο γ΄ εν. χτυπιέται, (για ενέργειες) που υπάρχουν πολλές πιθανότητες
επιτυχίας: «εγώ λέω να προχωρήσεις, γιατί αυτή η δουλειά χτυπιέται». β.
(για γυναίκες) υπάρχουν πολλές πιθανότητες να μην απορρίψει την ερωτική μας
πρόταση: «λέω να της κάνω πρόταση, γιατί μου είπαν πως χτυπιέται»·
-
δεν πα(ς) να χτυπιέσαι! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνηση:
«αφού σου το ξέκοψα πως δε θα σε βοηθήσω, δεν πα(ς) να χτυπιέσαι!». Πολλές
φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το
όσο θέλεις·
-
θα χτυπηθείς! θα σου αρέσει πάρα πολύ, θα ενθουσιαστείς: «αν δεις τ’
αυτοκίνητο που αγόρασε ο τάδε, θα χτυπηθείς! || αν ακούσεις το τάδε σιντί, θα
χτυπηθείς!»·
-
όταν χτυπιούνται δυο σταμνιά, ένα απ’ τα δυο θα σπάσει, βλ. λ. σταμνί·
-
που να χτυπηθείς! ή που να χτυπιέσαι κάτω! βλ. φρ. που να
χτυπάς τον κώλο σου κάτω! λ. κώλος.