χτένα κ.
κτένα, η, ουσ. [<χτένι], η χτένα·
- βομβαρδισμός χτένα, σαρωτικός βομβαρδισμός: «οι
Αμερικανοί στο Αφγανιστάν πραγματοποίησαν αρκετές φορές βομβαρδισμούς χτένα»·
-τους
χτενίζω με την ίδια χτένα, εξισώνω αρνητικά και άδικα δυο
άτομα: «δεν του κόβει πως ο ένας είναι γιατρός κι ο άλλος είναι ένας αγράμματος
άνθρωπος, κι απ’ τη μέρα που τους γνώρισε, τους χτενίζει με την ίδια χτένα».
Συνών. τους βάζω σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω στο ίδιο καζάνι / τους
βάζω σ’ ένα σακί ή τους βάζω στο ίδιο σακί / τους βάζω σ’ ένα τσουβάλι ή
τους βάζω στο ίδιο τσουβάλι·
- τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα, αντιμετωπίζω όλους τους ανθρώπους
με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο σκεπτικό, με την ίδια λογική: «σε θέματα
δικαιοσύνης, τους χτενίζω όλους με την ίδια χτένα και δεν κάνω χατίρια σε
κανέναν». Συνών. τους βάζω όλους σ’ ένα καζάνι ή τους βάζω όλους στο
ίδιο καζάνι / τους βάζω όλους σ’ ένα σακί ή τους βάζω όλους στο ίδιο
σακί / τους βάζω όλους σ’ ένα τσουβάλι ή τους βάζω όλους στο ίδιο
τσουβάλι.