χρωματίζω, ρ.
[<αρχ. χρωματίζω], χρωματίζω· από τις ενέργειες ή τη συμπεριφορά κάποιου,
μου γίνεται γνωστή η πολιτική ιδεολογία του, τα πολιτικά του φρονήματα, κάνω
φάκελο σε κάποιον: «κατά τη διάρκεια της χούντας, υπήρχαν διάφοροι μυστικοί
αστυνομικοί, που χρωμάτιζαν τους πολίτες». Συνών. χαρακτηρίζω·
-
χρωματίζει τη φωνή του, βλ. φρ. δίνει χρώμα στη φωνή του, λ.
χρώμα.