χρυσός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. χρυσός <αρχ. χρυσούς, κατά τα
επίθ. σε -ός], χρυσός. 1. που έχει πολύ καλούς τρόπους, πολύ καλό
χαρακτήρα και ήθος, που έχει πολύ καλά αισθήματα, πολύ καλή καρδιά: «μ’ αρέσει
να κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι χρυσό παλικάρι || είναι πολύ τυχερός, γιατί
παντρεύτηκε μια πολύ χρυσή γυναίκα». 2α. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσός, το
χρυσάφι: «ο χρυσός είναι το πιο ακριβό μέταλλο». β. οτιδήποτε θεωρούμε εξαιρετικά
πολύτιμο: «είμαι πολύ τυχερός, γιατί έχω ένα φίλο που είναι σκέτος χρυσός || οι
συμβουλές του ήταν χρυσός για μένα». 3. το ουδ. ως ουσ. το χρυσό, το
χρυσό μετάλλιο: «ο πρώτος Έλληνας αθλητής που πήρε το χρυσό στην άρση βαρών
ήταν ο Πύρρος Δήμας». (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- Αλωνάρη με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια, βλ. λ. Αλωνάρης·
- βάζω το χρυσό δοντάκι ή βάζω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
-
βγάζω το χρυσό δοντάκι ή βγάζω χρυσό δοντάκι·
-
βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου! βλ. λ. καλός·
-
βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα
που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βλ. λ. κότα·
-
γράφω με χρυσά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
-
είναι το χρυσό πάπλωμα (κάποιος για κάποιον), βλ. λ. πάπλωμα·
-
είναι χρυσή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
-
είναι χρυσό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
-
έχει χρυσή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
-
ζει σε χρυσό κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
-
ζω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
-
ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
-
η σιωπή είναι χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
-
θα μας κάνει το χρυσό αβγό ή θα μας κάνει το χρυσό τ’ αβγό, βλ. λ. αβγό·
-
θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
-
κάθεται σε χρυσό θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
-
κάνω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
-
κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
-
μακαρόνια με τα χρυσά πιρόνια, βλ. λ. πιρούνι·
-
μαύρος χρυσός, το πετρέλαιο: «πολλοί πόλεμοι έχουν γίνει μέχρι τώρα για
το μαύρο χρυσό»·
-
ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
-
ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει, το ήθος, η ευγένεια
του χαρακτήρα, τα ευγενικά αισθήματα του ανθρώπου, δε χάνονται με τις ατυχίες
της ζωής, τη δυστυχία ή τη φτώχεια: «παρ’ όλες τις κατραπακιές που έφαγε απ’ τη
μοίρα του, διατηρεί την αρχοντιά και την ευγένειά του, γιατί ο χρυσός κι αν
ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει». Συνών. ο βασιλικός κι αν μαραθεί, τη
μυρωδιά την έχει / η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα είναι·
-
όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; βλ. λ. γαϊδούρι·
-
ό,τι γυαλίζει, δεν είναι χρυσός, βλ. φρ. ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός·
- ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός, α. (για πρόσωπα) η εξωτερική ομορφιά
δεν κρύβει πάντα και καλά αισθήματα: «τόσο όμορφο παιδί και να έχει τέτοια
κακία! -Ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός». β. (για πράγματα) η επιφανειακή
λάμψη δε σημαίνει πως έχει και αντίκρισμα: «έλεγξε τ’ αυτοκίνητο σ’ ένα
μηχανικό και μην επαναπαύεσαι που έχει μοντέρνα γραμμή, γιατί ό,τι λάμπει, δεν
είναι χρυσός». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός κι
ό,τι βλέπεις μπορεί να ’ν’ αλλιώς)·
-
παίρνω το χρυσό δοντάκι ή παίρνω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
-
περνώ ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
-
πήρε τη χρυσή δόση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. λ. δόση·
-
σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·
-
τα χρυσά δάχτυλα, βλ. λ. δάχτυλο·
-
τα χρυσά πόδια, βλ. λ. πόδι·
-
τα χρυσά χέρια, βλ. λ. χέρι·
-
το πλήρωσα χρυσό, (για πράγματα) μου κόστισε πολύ ακριβά η αγορά ή η
κατασκευή του: «πήρα στη γυναίκα μου ένα δαχτυλίδι για τη γιορτή της και το
πλήρωσα χρυσό || έχτισα ένα σπιτάκι στην εξοχή και το πλήρωσα χρυσό»·
-
το χρυσό γκολ, βλ. λ. γκολ·
-
τον έκανα χρυσό, τον θερμοπαρακάλεσα, τον ικέτευσα: «τον έκανα χρυσό
μέχρι ν’ αποσύρει τη μήνυση || τον έκανα χρυσό να με βοηθήσει, αλλά αυτός
επέμενε στην αρχική του άρνηση»·
-
τον πλήρωσα χρυσό, (για πρόσωπα) μου κόστισε πολύ ακριβά η υπηρεσία που
μου προσέφερε: «βρήκα έναν πολύ καλό δικηγόρο να με υπερασπίσει στη δίκη, αλλά
τον πλήρωσα χρυσό»·
-
τρώει με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
-
χαράζω με χρυσά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
-
χρυσέ μου! α. προσφώνηση λατρείας από γυναίκα σε άντρα: «τι φαγητό
θέλεις να σου μαγειρέψω το μεσημέρι, χρυσέ μου!». β. λέγεται και με
ειρωνική διάθεση: «τι λες, χρυσέ μου, που δε θα βγω έξω με τις φιλενάδες μου!»·
-
χρυσή αλλαγή, βλ. λ. αλλαγή·
-
χρυσή εποχή, βλ. λ. εποχή·
-
χρυσή ευκαιρία, βλ. λ. ευκαιρία·
-
χρυσή μου! α. προσφώνηση λατρείας από άντρα σε γυναίκα, αλλά και
από γυναίκα σε γυναίκα: «γιατί, χρυσή μου, δεν έχεις κέφια! || θα ’ρθεις, χρυσή
μου, να πιούμε ένα καφεδάκι!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι
λες, χρυσή μου, που δε θα βγω έξω με τους φίλους μου! || τι λες, χρυσή μου, που
θα σου δώσω να φορέσεις τη γούνα μου!». Συνοδεύεται συνήθως από μίμηση της
γυναικείας φωνής από τον άντρα και ταυτόχρονο χάδι στο σαγόνι ή ελαφρό τσίμπημα
στο μάγουλό του συνομιλητή του·
-
χρυσή τύχη, βλ. λ. τύχη·
-
χρυσή φωνή, βλ. λ. φωνή·
-
χρυσό βραχιόλι, βλ. λ. βραχιόλι·
-
χρυσό λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
-
χρυσό μου! α. προσφώνηση λατρείας από γυναίκα σε άντρα, αλλά και
από άντρα σε γυναίκα: «θέλεις να σου φέρω τίποτα, χρυσό μου!». β. λέγεται
και με ειρωνική διάθεση: «έτσι σ’ έμαθαν να λες, χρυσό μου!».
-
χρυσοί γάμοι, βλ. λ. γάμος·
-
χρυσός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
-
χρυσός δίσκος, βλ. λ. δίσκος·
-
χρυσός Ολυμπιονίκης, αθλητής που σε Ολυμπιακούς αγώνες κατέκτησε το
χρυσό μετάλλιο: «ο Πύρρος Δήμας είναι χρυσός Ολυμπιονίκης || η Βούλα Πατουλίδου
υπήρξε χρυσή Ολυμπιονίκης || πολλοί αθλητές μας υπήρξαν χρυσοί Ολυμπιονίκες
στην Ολυμπιάδα του 2004 στην Αθήνα».