χρυσή, η, ουσ.
[θηλ. του επιθ. χρυσός], πάθηση του συκωτιού, ο ίκτερος·
-
βγάζω τη χρυσή, α. στενοχωριέμαι πάρα πολύ: «δε θα βγάζω τη χρυσή
εγώ, επειδή εσύ θέλεις να κάνεις του κεφαλιού σου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τη
λαχτάρα μου θα βγάλω τη χρυσή, θέλω να λείπει η αγάπη σου κι εσύ). β.
θυμώνω πάρα πολύ: «βγάζει τη χρυσή, όταν του πάει κανείς κόντρα». γ.
φοβάμαι πάρα πολύ: «έβγαλα τη χρυσή, μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι κι όρμησε
εναντίον μου»·
-
βγάζω τη χρυσή απ’ το κακό μου, στενοχωριέμαι, ζηλεύω πάρα πολύ, ιδίως
από τις επιτυχίες κάποιου: «έχουμε από μικρά παιδιά ανταγωνισμό μεταξύ μας κι
όταν έμαθα πως είχε μεγαλύτερη βαθμολογία από μένα, έβγαλα τη χρυσή απ’ το κακό
μου».