χρυσάφι, το, ουσ. [<μσν. χρυσάφιν <μτγν. χρυσάφιον <αρχ.
χρυσός], το χρυσάφι, ο χρυσός. 1. ο πλούτος, τα πλούτη: «το ’χει μανία
να μαζεύει χρυσάφι για να γυρίσει μια μέρα πλούσιος στο χωριό του». 2. άνθρωπος
που έχει πολύ καλούς τρόπους, πολύ καλό χαρακτήρα και ήθος, πολύ καλά
αισθήματα, πολύ καλή καρδιά: «όλοι μας θέλουμε αυτόν τον άνθρωπο στην παρέα
μας, γιατί είναι χρυσάφι». (Λαϊκό τραγούδι: μπράβο παιδί μ’ είσαι χρυσάφ’
στείλ’ τους φαντάρους στο χωριό μας να μας οργώσουν το χωράφ’ μπας κι
αυγατίσουμε το βιος μας).3. οτιδήποτε θεωρούμε εξαιρετικά
πολύτιμο: «έχω ένα φίλο σκέτο χρυσάφι || οι συμβουλές του ήταν χρυσάφι για
μένα». (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
κάρβουνο να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
-
κάρβουνο πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
-
κολυμπάει στο χρυσάφι, βλ. συνηθέστ. κολυμπάει στο χρήμα, λ.
χρήμα·
-
ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι είναι, βλ. λ. χρυσός·
-
σκατά να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. σκατά·
-
σκατά πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. σκατά·
-
χιόνι του Δεκέμβρη, χρυσάφι του καλοκαιριού, βλ. λ. καλοκαίρι·
-
χρυσάφι να πιάνεις, κάρβουνο να γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
-
χρυσάφι να πιάνεις, σκατά να γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι να πιάνεις,
κάρβουνο να γίνεται·
- χρυσάφι να πιάνεις, χώμα να γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι να πιάνεις,
κάρβουνο να γίνεται·
- χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο γίνεται, βλ. λ. κάρβουνο·
-
χρυσάφι πιάνει, σκατά γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο
γίνεται, λ. κάρβουνο·
-
χρυσάφι πιάνει, χώμα γίνεται, βλ. φρ. χρυσάφι πιάνει, κάρβουνο
γίνεται, λ. κάρβουνο·
- χώμα να πιάνεις, χρυσάφι να γίνεται, βλ. λ. χώμα·
-
χώμα πιάνει, χρυσάφι γίνεται, βλ. λ. χώμα.