χρονοντούλαπο, το, ουσ. [<χρόνος + ντουλάπι],
δηλώνει το παρελθόν, τη λήθη: «έχει ξεθάψει απ’ το χρονοντούλαπο τα παλιά
ερωτικά γράμματα και αναπολεί τα νιάτα του»·
-
βάζω στο χρονοντούλαπο (κάτι) ή βάζω στο χρονοντούλαπο της ιστορίας
(κάτι), παραμερίζω, αχρηστεύω, ξεχνώ κάτι, βάζω στο αρχείο κάτι: «ο
ανακριτής έβαλε την υπόθεση στο χρονοντούλαπο || ο δημοκρατικός λαός έβαλε με
την ψήφο του τη βασιλεία στο χρονοντούλαπο της ιστορίας». Υπήρξε η αγαπημένη
προεκλογική φρ. του Ανδρέα Παπανδρέου·
-
βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο (κάτι) ή βγάζω απ’ το χρονοντούλαπο της
ιστορίας (κάτι), ξαναφέρνω στην επικαιρότητα, ξαναφέρνω σε χρήση κάτι: «ο
ανακριτής έβγαλε απ’ το χρονοντούλαπο την υπόθεση, γιατί παρουσιάστηκαν νέα
στοιχεία || η κυβέρνηση έβγαλε απ’ το χρονοντούλαπο της ιστορίας έναν μεταξικό
νόμο περί απαλλοτριώσεων, για να περάσει το νομοσχέδιο στη Βουλή».