Χριστούγεννα, τα, ουσ. [<μσν. Χριστούγεννα, τα, από τη φρ. η
Χριστού γέννα], τα Χριστούγεννα· ως επίρρ., ενώ είναι Χριστούγεννα,
χριστουγεννιάτικα: «μην πας Χριστούγεννα στο σπίτι του»·
-
κάθε Πάσχα και Χριστούγεννα, βλ. λ. Πάσχα·
-
καλά Χριστούγεννα! α. ευχή σε κάποιον να περάσει καλά τη γιορτή
των Χριστουγέννων. β. ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που ενδιαφέρθηκε
εκπρόθεσμα να πραγματοποιήσει κάτι: «τώρα που ήρθες, καλά Χριστούγεννα, γιατί
τη δουλειά την αναθέσαμε σε άλλον!»· βλ. και φρ. καλή Ανάσταση! λ.
Ανάσταση·
-
κάνω Χριστούγεννα, γιορτάζω τη γιορτή των Χριστουγέννων: «φέτος θα πάρω
την οικογένεια και θα κάνουμε Χριστούγεννα στο χωριό»· βλ. και φρ. κάνω
Ανάσταση, λ. Ανάσταση.