χρέος, το, ουσ.
[<αρχ. χρέος], το χρέος. 1. η ηθική υποχρέωση, το καθήκον: «χρέος
όλων μας είναι η προάσπιση της πατρίδας μας από κάθε εχθρική επιβουλή». 2α.
στον πλ. τα χρέη, τα υπηρεσιακά καθήκοντα: «εκτελώ χρέη διευθυντή μέχρι
να ορισθεί νέος διευθυντής || ο τάδε ασκεί χρέη υπουργού». β. το σύνολο
των χρηματικών οφειλών ενός ανθρώπου: «τον άλλο μήνα έχω πολλά χρέη, γι’ αυτό
πρέπει να κάνω οικονομία». (Λαϊκό τραγούδι: οι ωραίοι έχουν χρέη και
πληρώνουν με φιλιά). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
είναι βουτηγμένος στα χρέη, βλ. φρ. είναι πνιγμένος στα χρέη·
-
είναι πνιγμένος στα χρέη, έχει πάρα πολλά χρέη: «κάνει σκληρή οικονομία,
γιατί είναι πνιγμένος στα χρέη»·
-
είναι χωμένος στα χρέη, βλ. φρ. είναι πνιγμένος στα χρέη·
-
έχω αβάσταχτα χρέη, βλ. φρ. κολυμπώ στα χρέη·
- έχω χρέος να…, έχω ηθική υποχρέωση να…, έχω καθήκον να…: «όλοι
έχουμε χρέος να υπερασπιζόμαστε την πατρίδα μας || τα παιδιά έχουν χρέος να
φροντίζουν τους γέρους γονείς τους»·
-
κάνω το χρέος μου, εκπληρώνω κάποια ηθική υποχρέωση που έχω σε κάποιον ή
σε κάτι: «απ’ τη στιγμή που πάντρεψα την αδερφή μου, έκανα το χρέος μου
απέναντί της || υπηρέτησα το στρατιωτικό μου κι έκανα το χρέος μου στην
πατρίδα»·
- κάνω χρέη…, εκτελώ χρέη, υπηρεσιακά καθήκοντα…: «μέχρι να
διορίσουν νέο διευθυντή, εκτελώ χρέη διευθυντή»·
-
κολυμπάει στα χρέη, είναι πάρα πολύ χρεωμένος: «δεν ξέρω πώς θα τα
βγάλει πέρα αυτός ο άνθρωπος, γιατί κολυμπάει στα χρέη». (Λαϊκό τραγούδι: δεν
είναι γόης, δεν είν’ ωραίος και κολυμπάει μέσα στο χρέος)·
-
με βούλιαξαν τα χρέη, έφτασα σε οικονομικό αδιέξοδο, χρεοκόπησα:
«έκλεισα την επιχείρηση που είχα, γιατί με βούλιαξαν τα χρέη»·
-
με γονάτισαν τα χρέη, βλ. φρ. με βούλιαξαν τα χρέη·
-
με τσάκισαν τα χρέη, βλ. φρ. με βούλιαξαν τα χρέη·
- μένω χρέος (σε κάποιον), του χρωστώ, εξακολουθώ να του
χρωστώ: «έμεινα χρέος στον τάδε, επειδή αγόρασα κάτι απ’ το μαγαζί του και δεν
κρατούσα λεφτά επάνω μου || του ’δωσα εφτακόσια ευρώ κι έμεινα χρέος άλλα τριακόσια»·
- πνίγεται στα χρέη, είναι πάρα πολύ χρεωμένος: «απ’
ό,τι ξέρω, σκέφτεται να την κλείσει τη δουλειά του, γιατί πνίγεται στα χρέη»·
-
το κοινό χρέος, ο θάνατος: «για όλους μας έρχεται κάποτε η στιγμή να
ξοφλήσουμε το κοινό χρέος». Συνών. η κοινή των ανθρώπων μοίρα / το μοιραίο·
- χρέος τιμής, α. η
ηθική υποχρέωση: «για μένα ήταν χρέος τιμής να τον βοηθήσω, γιατί κάποτε κι
αυτός μ’ είχε βοηθήσει». β. (ειδικά) οφειλή μεταξύ χαρτοπαιχτών που
πρέπει να εξοφληθεί μέσα σε εικοσιτέσσερις ώρες: «τρέχει να μαζέψει κάτι λεφτά,
γιατί έχει ένα χρέος τιμής σε κάποιον».